Πρέπει να αναρωτηθεί κανείς, ποια η χρησιμότητα ενός καθεδρικού χωρητικότητας χιλίων και πλέον ατόμων, εντός του διατηρητέου ιστορικού πυρήνα, που ήδη φιλοξενεί άλλους εφτά ελληνορθόδοξους χώρους λατρείας -και ως επί τω πλείστον άδειους- την ίδια στιγμή μάλιστα που οίκημα το οποίο αγοράστηκε για σκοπούς μετατροπής του σε ναό για 16.000 ενεργούς Βουδιστές που κατοικούν στην πόλη, παραπέμφθηκε από τον Δήμο Λευκωσίας στην περιοχή της Κοκκινοτριμιθιάς, εφόσον θίγονταν, όπως και στην περίπτωση του Καθεδρικού, θέματα οχληρίας και χώρων στάθμευσης (Φιλελεύθερος, Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008). Ακόμη και οι συμπληρωματικές επεξηγήσεις που έδωσε ο Προκαθήμενος (Down Town, 10 Μαρτίου 2009) σχετικά με το μέγεθος του Αγ. Ιωάννη, που του «προκαλεί ντροπή» ενώπιον των ευσεβών καλεσμένων του, δεν επαρκούν για να αιτιολογήσουν την αναγκαιότητα του συγκεκριμένου έργου στην συγκεκριμένη τοποθεσία.

Θεωρούμε πως η κοινή γνώμη, έχοντας εστιάσει το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης γύρω από την μη αναγκαιότητα ενός νέου Καθεδρικού στην εντός των τειχών πόλη, έχει αποδείξει ποικιλοτρόπως, πως η σχεδιαστική πρόταση είναι χωροταξικά και αρχιτεκτονικά ελαττωματική (Έκθεση ΕΤΕΚ, Μάιος 2010, Δελτίο Τύπου ΣΠΜΑΚ, Λευκωσία 2010) και πως οποιαδήποτε επιχειρήματα αφορούν την υποτιθέμενη ανάπλαση της περιβάλλουσας περιοχής, νοσούν έναντι των καπιταλιστικών προϋποθέσεων υπό των οποίων η προκειμένη «ανάπλαση» λαμβάνει χώρα. Από την άλλη, μέχρι στιγμής έχει επιδειχθεί ελάχιστο ενδιαφέρον για τις σκοπιμότητες που εξυπηρετεί το συγκεκριμένο έργο, και που για σκοπούς της δικής μας ανάλυσης χωρίσαμε σε τρεις κατηγορίες: κοινωνικές, ταξικές και εθνικοπολιτικές (Έκθεση Ομάδας Q, 7 Οκτωβρίου 2010).  

Με γνώμονα τη λεχθείσα «μνημειακότητα» του Καθεδρικού, οι μεν, έχοντας τον χαρακτηρίσει «Σλάβικου τύπου» και ασύμβατου με την ελληνορθόδοξη ναοδομία (Φιλελεύθερος, 30 Μαρτίου 2010), και οι δε έχοντας αντιπαραβάλει το Ναό αυτό με την Ακρόπολη (Η Σημερινή, 28 Μαΐου 2010), καταλήγουν να περιορίζουν τη συζήτηση, αυστηρά, στο φορμαλιστικό επίπεδο.

Αντ’ αυτού, χρειάζεται μια βαθιά κριτική προσέγγιση της πολυσύνθετης έννοιας του «μνημείου», και δη της θέσης και της σημασίας του μέσα σε μια μοιρασμένη πόλη, της συμβολής του στη διαμόρφωση του πολιτικά χρωματισμένου δημόσιου χώρου, αλλά και της παρακαταθήκης του για τις μελλοντικά σκεπτόμενες γενεές.

Ως εκ τούτου, η ανέγερση του «καθεδρικού-πολυκατοικία» στην καρδιά της πρωτεύουσας, αγνοεί τις επιθυμίες των κατοίκων και τις ανάγκες της περιοχής, ενώ καταξοδεύει εκατομμύρια για να ισοπεδώσει παραδοσιακές γειτονιές και να εκδιώξει τους τεχνίτες και τις μικροεπιχειρήσεις που την κράτησαν στη ζωή όλα αυτά τα χρόνια. Αναγγέλλει μια νέα τάξη πραγμάτων για την παλιά Λευκωσία, κατά την οποία ο ταξικός και πολιτισμικός αποχρωματισμός της περιοχής, την καθιστούν κεφαλαιοκοιτίδα «ανάπτυξης», η οποία όμως είναι μη-πλουραλιστική, ξενοφοβική και άμεσα συνυφασμένης με την πολιτική κατεύθυνση της Εκκλησίας απέναντι στο εθνικό ζήτημα.

Οι αδιάλλακτες πολιτικές θέσεις που επισφραγίζει ο Καθεδρικός αναφέρονται σε, και εκπροσωπούν μόνο, τις αναχρονιστικές εκείνες αντιλήψεις που βρίσκουμε βαθιά ριζωμένες στην κυπριακή νοοτροπία, αντιλήψεις όμως που έχουν αποδειχθεί ετερόχρονες, δυσλειτουργικές και μη ρεαλιστικές. Μια καλειδοσκοπική ματιά στις εγχώριες και διεθνείς ειδήσεις των τελευταίων δύο χρόνων, επεξηγεί την έξαρση και την κλιμάκωση φαινομένων που μέχρι πρότινος ήταν ξένα στην Κύπρο.

«Η κρίση κάνει Κροίσους» και σπρώχνει άλλους στην ανέχεια και τη φτώχεια. Εάν δεν συνετιστούμε άμεσα, σύντομα θα μιλάμε για την παλιά Λευκωσία όπως ένας οδηγός ταξί για την Βηρυτό πριν μερικούς μήνες:

–  Πώς σου φαίνεται το καινούργιο κέντρο της πόλης;

– Α, είναι ωραίο, πολύ ωραίο… αλλά δεν φτιάχτηκε για ανθρώπους σαν και μένα.

 

Ομάδα Q

 

http://omadaq.wordpress.com

omadaq@gmail.com

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Έχετε κάτι να πείτε;