Πόσες ανεμογεννήτριες αντέχει ένα νησί όπως η Κύπρος; Σύμφωνα με σχετικές μελέτες, αντέχει περίπου εκατόν εβδομήντα, με ισχύ 2MW έκαστη. Όμως δεν αντέχει καμιά, σύμφωνα με την επίμονη άρνηση κάποιων, να δεχτούν – ίσως – την πιο ελπιδοφόρα τεχνολογική ενεργειακή προοπτική της εποχής μας.

Η ομάδα των «αρνητικών» περιλαμβάνει, καχυποψία έναντι των ιδιωτών επενδυτών, δυσπιστία έναντι μιας επιδοτούμενης δραστηριότητας, αμηχανία έναντι μιας οικολογικής τεχνολογίας που έρχεται απ’ τη Δύση.

Πάντως, ο φανατισμός των αντιδράσεων πηγάζει από άλλα κίνητρα, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν σχετίζονται με τη διατήρηση του τοπίου. Κάποιοι επιδιώκουν έναν τουρισμό χωρίς όρια, βλέποντας τη γη σαν ιδανικό πεδίο κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης. Διώχνουν τις ανεμογεννήτριες, φοβούμενοι μήπως η θέα τους, εμποδίσει την προώθηση υποψήφιων οικοπέδων.

Η αρνητική πλευρά επικαλείται τη θεωρητική αρχή της αναλογικότητας, η οποία λέει ότι η κάθε περιοχή οφείλει να παράγει μόνον όσο ηλεκτρισμό χρειάζεται. Είναι προφανής η ανηθικότητα αυτής της πρότασης, με δεδομένο το ρυπαντικό φορτίο, που εδώ και δεκαετίες σηκώνει – για παράδειγμα – η δυτική πλευρά της Λάρνακας.     

Οι πολέμιοι των ανεμογεννητριών, δεν παραδέχονται μια απλή αλήθεια: Πως επιφέρουν καίριο χτύπημα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τα αιολικά πάρκα, είναι σήμερα, λόγω τεχνολογικής ωριμότητας και περιβαλλοντικής ασφάλειας, η μόνη ανανεώσιμη πραγματική εναλλακτική λύση έναντι των ορυκτών καυσίμων (πετρέλαιο), του φυσικού αερίου και της πυρηνικής ενέργειας. Η εξοικονόμηση ενέργειας, ή η χρήση φωτοβολταϊκών, δεν έχουν την ίδια δυνατότητα. Όταν αμφισβητείται η χωροθέτηση και απαιτείται «να πάνε αλλού», είναι προφανές ότι ναρκοθετείται η ανάπτυξη των αιολικών πάρκων, αφού για να είναι χρήσιμα, πρέπει να βρίσκονται και σε περιοχές όπου φυσάει αρκετά.

Η χωροθέτηση μιας σειράς ανεμογεννητριών στην κορυφογραμμή μιας κοινότητας, ή και περισσότερων κοινοτήτων, σημαίνει ότι το μάτι ντόπιων και επισκεπτών θα βλέπει τις μεταλλικές κατασκευές. Μήπως όμως αυτοί δεν χρησιμοποιούν ενέργεια και βιομηχανικά προϊόντα, για τα οποία κάποιοι, κάπου στον κόσμο, έχουν πληρώσει περιβαλλοντικό κόστος;

Δικαιούνται οι προνομιούχοι τόποι «με αέρα», να διαφυλάσσουν την υποτιθέμενη παρθενιά τους, για να την πουλήσουν όσο γίνεται ακριβότερα, αναθέτοντας στους υπόλοιπους την παραγωγή τσιμέντου και αυτοκινήτων, πετρελαίου και τροφίμων, πλοίων και αεροπλάνων, τηλεοράσεων και κλιματιστικών, ηλεκτρισμού και ξενοδοχειακού εξοπλισμού 

Μια ώριμη κοινωνία συνειδητοποιημένων πολιτών, που απαιτεί άφθονο ηλεκτρισμό, θα χωροθετούσε πάρκα χωρίς περιορισμούς, παντού και όπου υπάρχει αιολικό δυναμικό. Παράλληλα, θα μεριμνούσε για τη μέγιστη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, όχι με στείρα άρνηση, αλλά με αποτελεσματικό έλεγχο των έργων, περιορίζοντας π.χ. τη διάνοιξη δρόμων ή την επίδραση σε διαδρομές αποδημητικών πτηνών. Λίγες μόνο περιοχές θα έπρεπε να εξαιρεθούν, όπως οικισμοί και φυσικά ή πολιτιστικά τοπία, που, σύμφωνα με αντικειμενικές αναλύσεις, παρουσιάζουν ιδιαίτερη ευαισθησία.

Τα υπόλοιπα βουνά, ακόμα και τόποι ιστορικής μνήμης, παραδοσιακοί οικισμοί, μοναστήρια, περιοχές NATURA, χώροι συμβατικού ή εναλλακτικού τουρισμού κλπ., θα όφειλαν να φιλοξενήσουν ανεμογεννήτριες. Ένας δωρεάν φυσικός πόρος θα έδινε τη δυνατότητα παραγωγής (ακόμα και εξαγωγής) του πιο περιζήτητου αγαθού της εποχής μας. Η οικονομία θα μπορούσε επιτέλους να βασιστεί σε ένα περιβαλλοντικά φιλικό, αλλά ταυτόχρονα και οικονομικά, πλεονεκτικό, προϊόν.

Ας φανταστούμε μια Κύπρο, που δεν χτίζει την κάθε γραφική ακτή, δεν γεμίζει με ομπρέλες κάθε αμμουδιά, δεν βλέπει κάθε ορεινό τοπίο σαν χώρο για εξοχικά, διαθέτει όμως, όσες ανεμογεννήτριες χρειάζονται, για να εκμεταλλευτεί πλήρως το δώρο που της χάρισαν φύση και τεχνολογία.

 

Χρίστος Τσίγκης

Γραμματέας Συνδέσμου

Αιολικής Ενέργειας

Κύπρου

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Έχετε κάτι να πείτε;