Η μείωση κατά 0,25% του βασικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αναμένεται σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις των αναλυτών να είναι η τελευταία της Κεντρικής Τράπεζας, σταθεροποιώντας το ελεγχόμενο από εκείνη κόστος χρήματος στο εξαιρετικά χαμηλό επίπεδοτου 1%. Οι τράπεζες προεξοφλώντας τη μείωση έχουν ήδη προετοιμάσει τις κινήσεις τους, οι οποίες αναμένεται να είναι οι πιο «επιθετικές» των τελευταίων 5-6 μηνών.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις οι μεγάλες τράπεζες έχουν ήδη έτοιμα τα νέα επιτόκιά τους τα οποία αναμένεται να μειωθούν περισσότερο από το ποσοστό μείωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με τη σφιχτή και ιδιαίτερα συντηρητική τιμολογιακή πολιτική που τους «επέβαλε» η κρίση να φαίνεται ότι αποτελεί παρελθόν.
Η αλλαγή αυτή υπαγορεύεται από την εντυπωσιακή στασιμότητα της αγοράς δανείων, αποτέλεσμα της πολιτικής τους σε συνδυασμό με την ανασφάλεια και την αρνητική ψυχολογία του καταναλωτικού κοινού.
Τα στοιχεία, άν και ανεπίσημα ακόμη, είναι απογοητευτικά αλλά και ανησυχητικά για τις προοπτικές της αγοράς και της οικονομίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης του τραπεζικού συστήματος
μετά βίας φθάνει στο 5%..
Ενώ αρχικά οι ίδιες οι τράπεζες ήταν ιδιαίτερα φειδωλές στις χορηγήσεις δανείων αποφεύγοντας την
ανάληψη κινδύνων που συνεπάγεται η αύξηση των χορηγήσεων, σήμερα ανησυχούν για τη στασιμότητα της αγοράς η οποία δεν φαίνεται να «συγκινείται» από μέτρα, κίνητρα και εξαγγελίες.
Γι’ αυτό και θα κινηθούν πολύ πιο επιθετικά υιοθετώντας μεγαλύτερες μειώσεις επιτοκίων και αξιοποιώντας τα μέτρα της κυβέρνησης για τη στήριξη της αγοράς κατοικίας. Αυτό σημαίνει ότι επανέρχονται τα στεγαστικά επιτόκια στο επίπεδο του 3%-4% ενώ η περαιτέρω μείωση του βασικού επιτοκίου του ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να επηρεάσει σχετικά και το euribor βάσει του οποίου τιμολογούνται τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, άνκαι σε μεγάλο βαθμό η αγορά χρήματος έχει ήδη προεξοφλήσει και ενσωματώσει τη νέα μείωση.
Ετσι, το euribor τριμήνου βρίσκεται σήμερα στο 1,34% που σημαίνει ότι και μετά την επιβάρυνση του spread και της εισφοράς του Ν. 128 το τελικό επιτόκιο κυμαίνεται γύρω στο 3,5% κατά μέσο όρο.
Η μείωση του κόστους χρήματος σε συνδυασμό με την εφαρμογή των μέτρων στήριξης της οικοδομής και κυρίως της επέκτασης των φορολογικών απαλλαγών των τόκων πέραν της κύριας και για τις δευτερεύουσες ή εξοχικές κατοικίες, προσδοκούν στις τράπεζες ότι θα βοηθήσει στο «ξύπνημα» της αγοράς στεγαστικής πίστης, ανακόπτοντας έτσι την πτωτική πορεία των τοκοφόρων εσόδων και του ρυθμού ανάπτυξης τραπεζικών εργασιών.