Ας υποθέσουμε ότι ένα έργο του δημοσίου προκηρύσσεται με δημοσίευση στην εφημερίδα της Δημοκρατίας (π.χ. ανέγερση 17 κατοικιών σε περιοχή της επαρχίας Λευκωσίας – Τμήμα Πολεοδομίας), με προϋπολογισμό ενός εκατομμυρίου.

Για το έργο αυτό, εν καιρώ οικονομικής κρίσης, προτίθενται να υποβάλουν προσφορά 27 εργολήπτες. Αγοράζουν, λοιπόν, τα έγγραφα προσφοράς, καταβάλλοντας το ποσό των €300 έκαστος (έσοδα για το κράτος 27 x €300 = €8.100).

Οι 27 εργολήπτες δεσμεύουν €50.000 έκαστος, ως εγγυητική προσφοράς, για μια περίοδο ενός έτους, μέχρι να ληφθεί η απόφαση για κατακύρωση της προσφοράς (κι αυτό δεν είναι υπερβολικό – διαβάστε πιο κάτω).

Κόστη

– Έξοδα εργολάβου για ετοιμασία προσφοράς, επιμέτρησης και κοστολόγησης €3000 έκαστος (€3.000 x 27= €81.000) 

– Έσοδα για τις τράπεζες από εγγυητικές (€600 x 27= €16.200)

Επιπτώσεις:

1. Κατακράτηση ποσού εγγυητικής  €50.000 για ένα χρόνο, που συνεπάγεται με σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας του εργολάβου.

2. Ζημιά από την μη κατακύρωση της προσφοράς €4.000 – €5.000 περίπου.

Ας υποθέσουμε ότι έχουν υποβληθεί 27 προσφορές, έχουν αξιολογηθεί εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία υποβολής τους, και κατακυρώνεται στον χαμηλότερο προσφοροδότη. Ο χαμηλότερος προσφοροδότης, από την ημερομηνία κατακύρωσης θα πρέπει να υποβάλλει συμπληρωματικά στοιχεία και δηλώσεις, για παράδειγμα εγγυήσεις πιστής εκτέλεσης (€100.000), εγγύηση προκαταβολής (€100.000), και βεβαιώσεις ότι μέχρι την ημερομηνία υποβολής της προσφοράς έχει ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις, όσον αφορά κοινωνικές ασφαλίσεις, Φ.Π.Α. και φόρο.

Λόγω, όμως των πιο πάνω σοβαρών επιπτώσεων που προέκυψαν από προηγούμενες αποτυχημένες προσφορές, ζημιές και ρευστότητα, δεν μπορεί να προσκομίσει τα ζητηθέντα στοιχεία. Το κράτος θα κατάσχει την εγγυητική προσφοράς  ύψους €50.000 και θα προχωρήσει στην κατακύρωση του έργου στον δεύτερο χαμηλότερο προσφοροδότη.

Υποθετικά, ο δεύτερος χαμηλότερος προσφοροδότης -εύρωστος οικονομικά- υποβάλλει όλα τα στοιχεία του και ετοιμάζεται να υπογράψει το συμβόλαιο εκτέλεσης του έργου, έξι μήνες μετά την ημερομηνία προσφοράς. Για κακή του τύχη όμως (υποθετικά), ο πέμπτος χαμηλότερος προσφοροδότης υποβάλλει ένσταση στην κατακύρωση του έργου στον δεύτερο, με τη δικαιολογία ότι δύο συγκεκριμένα έντυπα που συμπεριέλαβε ο δεύτερος στα έντυπα υποβολής προσφοράς, δεν ήταν μονογραμμένα.

Υποθετικά τώρα, τα έγγραφα αυτά είναι επίσημα έγγραφα που εκδίδονται από υπηρεσίες και τμήματα του κράτους. Συγκεκριμένα, το πιστοποιητικό άδειας εργολήπτη που εκδίδεται από το Συμβούλιο Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών, και το πιστοποιητικό σύστασης Εταιρείας που εκδίδεται από τον Έφορο Εταιρειών.

Υποθετικά και πάλι -αν είναι δυνατό- το Συμβούλιο Προσφορών θεωρεί κατ’ αρχήν βάσιμη την ένσταση και την παραπέμπει στη δικαιοσύνη για απόφαση.

Τα συμπεράσματα που απορρέουν από τα πιο πάνω είναι ότι: Πρώτον, είναι εμφανές ότι βγαίνει κερδισμένο το κράτος -με έσοδα άνω των  €60.000- από την κατάσχεση της εγγυητικής και τις πωλήσεις εγγράφων προσφοράς -κι αλίμονο αν και ο δεύτερος προσφοροδότης χάσει κι αυτός την εγγυητική του. Δεύτερον, οι εργολάβοι προσφοροδότες βρίσκονται ζημιωμένοι με τεράστια ποσά, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τις σοβαρές συνέπειες στη ρευστότητά τους, και κατ’ επέκταση στη συνέχιση των έργων που εκτελούν.

Και το γελοίο, φίλοι αναγνώστες, είναι ότι όλα αυτά δεν είναι καθόλου υποθετικά, αλλά πραγματικά!

Πού καταντήσαμε λοιπόν, ως κράτος αλλά και ως πολίτες, κι απλώς δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα αυτή την εκμετάλλευση;

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Έχετε κάτι να πείτε;