Η εκκαθάριση εταιρείας συνιστά ουσιαστική κύρωση που προβλέπεται στον εταιρικό νόμο, και οδηγεί μια εταιρεία στη διάλυση, όταν αποδειχθεί ότι είναι ανίκανη να πληρώσει αδιαμφισβήτητα οφειλόμενο χρέος της, πέραν του ποσού που προνοεί ο νόμος.
Πριν από την υποβολή της αίτησης, απαιτείται η επίδοση απαίτησης πληρωμής του χρέους από πιστωτή, στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας, και αυτή για τις επόμενες τρεις βδομάδες να αμελήσει ή να αρνηθεί να το πληρώσει – ή εξασφαλίσει ή διευθετήσει – προς λογική ικανοποίηση του πιστωτή.
Η οφειλή πρέπει να είναι υπαρκτή, βάσιμη και εκκαθαρισμένη, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί, όπως συμβαίνει με την υποβολή αίτησης για συνοπτική απαίτηση όπου το χρέος θεωρείται βέβαιο.
Στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, το δικαστήριο προτού εκδώσει το διάταγμα για την εκκαθάρισή της, λαμβάνει υπόψη τους διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι οι ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της εταιρείας, καθώς επίσης κι ο αριθμός των ενιστάμενων πιστωτών, η αξία των χρεών που οφείλονται προς αυτούς, το είδος και τα κίνητρά τους, και γενικά οι αρχές του δικαίου και της εμπορικής ηθικής.
Η γραπτή απαίτηση καταβολής οφειλής από εταιρεία θα πρέπει να προέρχεται από πιστωτή, δηλαδή από πρόσωπο του οποίου η οφειλή να μην τελεί υπό ουσιαστική αμφισβήτηση, ακόμα κι αν η εταιρεία είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυα. Η έννοια αυτή του όρου «πιστωτής» παρέχεται στην απόφαση που εξέδωσε ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου, κος Κ. Κληρίδης, στην Π.Ε.31/08, ημερ.12.7.2010, και όπως αναφέρει δεν περιλαμβάνει πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται αυτή τούτη η ιδιότητα του πιστωτή. Επίσης δεν περιλαμβάνει πρόσωπο το οποίο έχει βέβαιη απαίτηση για αποζημιώσεις, οι οποίες όμως δεν είναι εκκαθαρισμένες. Όπως τονίζει επανειλημμένα, έχει αποφασιστεί ότι η υποβολή αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας δεν είναι πρόσφορη μέθοδος εκδίκασης αμφισβητούμενης οφειλής. Εάν υφίσταται οποιαδήποτε εύλογη βάση αμφισβήτησης της ύπαρξης του χρέους, όχι απλά του ύψους του, δεν πρέπει να υποβάλλεται τέτοια αίτηση.
Το δικαστήριο διέκρινε την έννοια του όρου «διάλυση» εταιρείας, από εκείνη του όρου «εκκαθάριση», αφού οι δύο έννοιες δεν είναι ταυτόσημες, και η διαφορά τους είναι σημαντική. Η διαδικασία της διάλυσης εταιρείας, όπως αναφέρει, έπεται της εκκαθάρισης, καθότι με την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης αρχίζει μια διαδικασία διορισμού παραλήπτη για σκοπούς εκκαθάρισης. Μετά δε τη συμπλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης, και νοουμένου ότι οι υποθέσεις της εταιρείας έχουν πλήρως εκκαθαριστεί, κατόπιν αιτήσεως του αιτητή, το Δικαστήριο, τότε και μόνο τότε, μπορεί να εκδώσει διάταγμα για τη διάλυση της εταιρείας.
Η πρωτόδικη απόφαση της δικαστού Τ. Καρακάννα που επιδοκιμάστηκε σαν ορθή, αναφέρει πως το γεγονός ότι κάποια εταιρεία δεν έχει αρκετή ρευστότητα να καλύψει όλα τα χρέη της, δεν εξυπακούει ότι δεν είναι σε θέση να πληρώσει τα χρέη της. Στην προκειμένη περίπτωση, η εταιρεία δεν αδυνατούσε να πληρώσει το ισχυριζόμενο χρέος, αλλά αμφισβητούσε την ύπαρξή του.
Παράλειψη μιας εταιρείας να πληρώσει ένα χρέος λόγω κάποιας καλόπιστης διαφοράς, δεν ισοδυναμεί με αμέλειά της να συμμορφωθεί με τη νομοθετική πρόνοια.
Η απλή άρνηση πληρωμής ενός αδιαμφισβήτητου χρέους συνιστά πάντα καλή μαρτυρία ότι ο χρεώστης αδυνατεί να πληρώσει. Εάν το δικαστήριο όμως εξαγάγει το συμπέρασμα ότι μια εταιρεία προβάλλει μια ουσιαστική υπεράσπιση καλόπιστα, και δεν επιδιώκει απλά να αποφύγει τις επιπτώσεις της οφειλής της, τότε ασφαλώς δεν θα εγκρίνει την αίτηση εκκαθάρισης. Συνεπώς δεν ετίθετο θέμα εξέτασης της αίτησης για να διαγνωστεί κατά πόσο η εταιρεία ήταν ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, και ορθά απορρίφθηκε.