Ο δικαιούχος συμβατικών δικαιωμάτων πάνω σε ξένη ακίνητη ιδιοκτησία, όπως και ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης αυτής, έχει το απαραίτητο έννομο συμφέρον ώστε να νομιμοποιείται να προσφύγει εναντίον πράξης, απόφασης ή παράλειψης της διοίκησης, όταν αυτή αφορά την ακίνητη ιδιοκτησία, και επηρεάζει δυσμενώς την άσκηση των συμβατικών δικαιωμάτων του πάνω σ’ αυτήν.
Το συμφέρον αυτό πηγάζει από τη σύμβαση η οποία μπορεί να είναι σύμβαση αγοραπωλησίας ακινήτου, αντιπαροχή, ενοικίαση, ενώ δεν είναι απαραίτητο αυτή να έχει κατατεθεί ή εγγραφεί στο Κτηματολόγιο.
Ο αγοραστής που έχει αγοράσει με συμφωνία αντιπαροχής κάποιο μερίδιο πάνω σε τεμάχιο γης, ο ενοικιαστής που συμφώνησε να προβεί σε τουριστική ή οικιστική ανάπτυξη ακινήτου με δικά του σχέδια, ως επίσης και ο αγοραστής οικοπέδου το οποίο θα διαχωριστεί, νομιμοποιούνται να προσβάλουν πράξη ή παράλειψη της διοίκησης η οποία τους επηρεάζει δυσμενώς, έστω κι αν δεν είναι ιδιοκτήτες της ακίνητης ιδιοκτησίας. Η ιδιότητά τους ως δικαιούχοι συμβατικών δικαιωμάτων, βάσει των αρχών του διοικητικού δικαίου, τους παρέχει το δικαίωμα να εγείρουν αξίωση με αίτηση ακύρωσης από ένα δημόσιο νομικό πρόσωπο ή αρχή, εφόσον το έννομο συμφέρον τους θίγεται άμεσα ή έμμεσα και υφίστανται βλάβη, υλική ή ηθική.
Ένα παράδειγμα της πιο πάνω αρχής προσφέρει η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ.780/91, ημερ.31.1.94, όπου οι αιτητές ήταν αφενός οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες τεμαχίου, και αφετέρου η εταιρεία είχε αγοράσει με συμφωνία αντιπαροχής, το 80% του ωφέλιμου εμβαδού από τις κατοικίες που θα ανεγείρονταν σ’ αυτό. Όλοι μαζί είχαν προσβάλει με προσφυγή την απόρριψη του αιτήματός τους για έκδοση πολεοδομικής άδειας για την ανέγερση 15 κατοικιών μέσα στο τεμάχιο, με την αιτιολογία ότι το δικαίωμα ανάπτυξης αμφισβητείτο λόγω της δημοσίευσης Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης και Διατάγματος Επίταξης. Είχε εγερθεί προδικαστικά θέμα ότι η εταιρεία δεν είχε έννομο συμφέρον προσβολής της απόρριψης της αίτησης για πολεοδομική άδεια, γιατί δεν ήταν ιδιοκτήτρια του τεμαχίου, και συνεπώς δεν είχε δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για πολεοδομική άδεια. Ωστόσο, κρίθηκε ότι η εταιρεία νομιμοποιόταν στην καταχώριση της προσφυγής, και η άρνηση του Δήμου να χορηγήσει την αιτούμενη πολεοδομική άδεια, συνιστούσε επέμβαση στην άσκηση από τους αιτητές, του δικαιώματος κατοχής και νομής της περιουσίας τους. Η εταιρεία ως δικαιούχος συμβατικών δικαιωμάτων πάνω σε ξένη ακίνητη ιδιοκτησία θεωρήθηκε ότι είχε το απαραίτητο έννομο συμφέρον να προσφύγει σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος, και να προσβάλει την επίδικη απόφαση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν ήταν ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου και ότι η ίδια δεν μπορούσε να υποβάλει αίτηση για πολεοδομική άδεια.
Επί του προκειμένου έγινε αναφορά στην υπόθεση Nicolaides στην οποία ο προσφεύγων ήταν ο ενοικιαστής του ακινήτου δυνάμει συμφωνίας μίσθωσης, η οποία δεν είχε εγγραφεί στο Κτηματολόγιο, παρά το γεγονός ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου για να εγγραφεί. Με βάση τους όρους της σύμβασης, οι ιδιοκτήτες του ακινήτου είχαν παραχωρήσει στον προσφεύγοντα, το δικαίωμα να προβεί σε τουριστική και οικιστική ανάπτυξη του ακινήτου σύμφωνα με τα δικά του αρχιτεκτονικά σχέδια. Αναφορικά με την ανάπτυξη αυτή, οι ιδιοκτήτες υπέβαλαν αίτηση στην αρμόδια αρχή εκ μέρους του προσφεύγοντα, για έκδοση της αναγκαίας άδειας οικοδομής, την οποία η αρμόδια αρχή αρνήθηκε να εκδώσει. Ο ενοικιαστής ένεκα αυτού είχε προσφύγει εναντίον της εν λόγω άρνησης. Η αρμόδια αρχή ισχυρίστηκε ότι ο ενοικιαστής στερείτο του απαραίτητου έννομου συμφέροντος, πλην όμως ο ισχυρισμός της απορρίφθηκε από το Δικαστήριο ως αβάσιμος.