Η αποκάλυψη των πραγματικών εισοδημάτων προσώπου με σκοπό τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων που αυτός δικαιούται μετά από ατύχημα ή στα πλαίσια επίλυσης των περιουσιακών διαφορών συζύγων οι οποίοι χωρίζουν, συναρτάται με τα στοιχεία της φορολογικής δήλωσής τους. Στην περίπτωση υποβολής ψευδούς φορολογικής δήλωσης που αποσκοπεί στην καταδολίευση των δημοσίων προσόδων, το πρόσωπο που ενεργεί με τον τρόπο αυτό για ίδιο όφελος, δεν μπορεί μεταγενέστερα σε δικαστική διαδικασία να ισχυριστεί αντίθετα προς τη φορολογική του δήλωση για να αποκομίσει και πάλι όφελος. Το δικαστήριο δεν του επιτρέπει, και τον εμποδίζει, από του να ισχυριστεί ότι κερδίζει περισσότερα από τα δηλωθέντα εισοδήματα, εκτός και αν πριν από τη δίκη υποβάλει αναθεωρημένη φορολογική δήλωση και περιλάβει τα επιπρόσθετα εισοδήματά του, καταβάλλοντας τον επιπρόσθετο φόρο και τις συναφείς επιβαρύνσεις και τόκους.

Η δυνατότητα φοροαποκατάστασης εξετάστηκε δικαστικά από τον ανώτερο δικαστή κ. Ν. Γ. Σάντη και επιδοκιμάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Π.Ε.151/2007, ημερ.12.7.2010, σε υπόθεση που αφορά διεκδίκηση αποζημιώσεων για απώλεια εισοδήματος ένεκα τραυματισμού σε τροχαίο δυστύχημα. Ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου κ. Κ. Κληρίδης επί του προκειμένου αναφέρει, όπου ένας πολίτης σε ανύποπτο χρόνο είχε δηλώσει εισοδήματα χαμηλότερα από τα πραγματικά, έχει κάθε λόγο να αποκαταστήσει και επανορθώσει τις υποχρεώσεις του, εάν γνωρίζει ότι από τη μια θα υποστεί τις νόμιμες συνέπειες, κυρώσεις και επιβαρύνσεις, αλλά από την άλλη θα αναμένει ότι σε μια δικαστική διαδικασία θα τύχει αποζημίωσης στη βάση του τι πραγματικά απώλεσε.  Από την άλλη, το κράτος θα τον φορολογήσει συμπληρωματικά, αποκομίζοντας το πραγματικά οφειλόμενο ύψος φόρων, μαζί με επιβαρύνσεις, το οποίο ίσως ουδέποτε να εισέπραττε.

Το δικαστήριο αναφερόμενο στην αυθεντία Ορφανίδου η οποία αφορούσε περιουσιακές διαφορές, επεσήμανε ότι ένας από τους παράγοντες που σχετιζόταν εκεί με επίδικο θέμα, ήταν το ύψος των εισοδημάτων της εφεσείουσας συζύγου κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αυτή ισχυριζόταν κατά τη δίκη ότι είχε εισοδήματα τα οποία όμως διαφάνηκε ότι ήσαν αρκετά ψηλότερα από τα εισοδήματα που δήλωνε με τις φορολογικές της δηλώσεις. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα εμποδιζόταν από του να ισχυρίζεται ότι κέρδιζε ποσά μεγαλύτερα από τα δηλωθέντα, και το Εφετείο επιδοκίμασε την απόφαση. Λέχθηκε ότι αποτελεί θέμα ύψιστης δημόσιας πολιτικής, όπως όλοι οι πολίτες συμμορφώνονται πλήρως με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις.

Τα γεγονότα της πιο πάνω έφεσης σύμφωνα με το δικαστή κ. Κ. Κληρίδη διαφοροποιούνται από εκείνα της αυθεντίας Ορφανίδου όσον αφορά ένα καίριας σημασίας σημείο, εκείνο της εκ των υστέρων υποβολής φορολογικής δήλωσης με αυξημένα εισοδήματα, και της επιβολής πρόσθετης φορολογίας σε σχέση με αυτά. Όπως αναφέρει, μπορεί αυτή η ενέργεια του εφεσίβλητου να είχε γίνει με υστεροβουλία, όμως εκείνο που είχε πρωταρχική σημασία ήταν το γεγονός ότι υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου αξιόπιστη μαρτυρία που έγινε δεκτή, ότι ο εφεσίβλητος εργαζόταν στη δεύτερη εργασία που ισχυριζόταν, από την οποία είχε πρόσθετα εισοδήματα.

Το θέμα που τέθηκε για εξέταση ήταν αν τα εισοδήματα αυτά έπρεπε να αγνοηθούν για σκοπούς υπολογισμού αποζημιώσεων για την απώλειά τους, απλά και μόνο επειδή ο εφεσίβλητος προέβη στη δήλωση του στις αρμόδιες φορολογικές αρχές πολύ αργότερα από όταν όφειλε. Απαντώντας το ερώτημα αναφέρει, ασφαλώς η μη έγκαιρη εμπρόθεσμη και πλήρης δήλωση των εισοδημάτων κάθε πολίτη, είναι επιλήψιμη και ενέχει επιπτώσεις και κυρώσεις. Εκείνο όμως το οποίο καλείται εδώ το Δικαστήριο να πράξει είναι ουσιαστικά να τιμωρήσει τον πολίτη επειδή εκ των υστέρων, και όχι εμπρόθεσμα, δήλωσε τα αυξημένα εισοδήματα για ένα ή περισσότερα έτη κι έτσι, πέραν των όποιων κυρώσεων μπορεί να του επιβάλει η διοίκηση – είτε ποινικών είτε οικονομικών κυρώσεων, υπό μορφή τόκων, προστίμου, επιβαρύνσεων – το Δικαστήριο να μην τον αποζημιώσει στη βάση των πραγματικών του εισοδημάτων, αγνοώντας αξιόπιστη προς τούτο μαρτυρία.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Έχετε κάτι να πείτε;