Η διατύπωση και η σύνταξη προσωρινού ή οριστικού διατάγματος οποιουδήποτε δικαστηρίου, αποτελεί σοβαρό θέμα που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, αφού η μη συμμόρφωση σε αυτό, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέας δικαστικής αντιπαράθεσης μεταξύ των διαδίκων, και το γεγονός να επιφέρει κυρώσεις στον παραβάτη υπό τύπο προστίμου ή στέρησης της ελευθερίας του με φυλάκιση.
Η μορφή της διαδικασίας που προσλαμβάνει η αίτηση για παρακοή διατάγματος δικαστηρίου, παρά τον αστικό χαρακτήρα της, θεωρείται οιονεί ποινική και διέπεται από τους κανόνες της ποινικής δίκης. Γι’ αυτό και το λεκτικό όπως και οι όροι του διατάγματος, θα πρέπει να είναι ξεκάθαροι και αδιαμφισβήτητοι, ούτως ώστε να καταδεικνύεται ότι το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, λαμβάνει την απαιτούμενη γνώση των όρων του. Η ύπαρξη της παραμικρής ασάφειας ή αοριστίας, καθιστά το διάταγμα ανεφάρμοστο, όπως το ίδιο και η έλλειψη προσδιορισμού του χρόνου και του τόπου συμμόρφωσης με αυτό. Το διάταγμα θα πρέπει επίσης να περιέχει τη δέουσα οπισθογράφηση και να επιδοθεί έγκαιρα στο πρόσωπο από το οποίο ζητείται η συμμόρφωση, αλλιώς παρίσταται ανάγκη για διόρθωση και επανάληψη της επίδοσής του.
Η ευθύνη της διατύπωσης του διατάγματος δεν βαρύνει το δικαστήριο αλλά τους ίδιους τους διαδίκους, οι οποίοι οφείλουν να είναι προσεκτικοί, για να αποφεύγουν αχρείαστη ταλαιπωρία και έξοδα από τυχόν ελάττωμα και μη συμμόρφωση με το διάταγμα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε στην Έφεση αρ.22/2009, ημερ.24.2.2011, εξέτασε την ορθότητα της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, να απορρίψει την αίτηση του συζύγου λόγω μη συμμόρφωσης της συζύγου με το διάταγμα του δικαστηρίου που επίλυε τις περιουσιακές τους σχέσεις. Ανάμεσα στα διατάγματα που εκδόθηκαν ήταν η πληρωμή συγκεκριμένου ποσού από το σύζυγο, πριν ή κατά τις 15.1.2007, και η υποχρέωση της συζύγου να παραδώσει στο σύζυγο ελευθέρα την κατοχή της κατοικίας που περιγράφεται στο διάταγμα, το αργότερο μέχρι τις 30.7.2007. Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε ασάφεια στο χρόνο που το διάταγμα προσδιόριζε για την παράδοση της κατοικίας από τη σύζυγο και απέρριψε την αίτηση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε εμφανέστατα, εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, τόσο από νομικής άποψης, όσο και από πλευράς κρίσης επί των γεγονότων. Όπως ο δικαστής κ. Στ. Ναθαναήλ σημειώνει, οι λέξεις που καταγράφηκαν στο διάταγμα «το αργότερο μέχρι τις 30.7.2007» είναι σαφέστατες και η απλή γραμματική ερμηνεία τους, αλλά και η ανάγνωσή τους από το μέσο κοινό άνθρωπο, θα έδινε αναμφιβόλως το στίγμα ότι η σύζυγος όφειλε να συμμορφωθεί με τη σχετική υποχρέωση που καταγράφηκε στο εκ συμφώνου διάταγμα, οποτεδήποτε μεταξύ του χρόνου που άρχιζε από την επίδοση προς αυτήν του διατάγματος, μέχρι τη λήξη της ημέρας της 30.7.2007.
Συνεχίζοντας προσθέτει ότι είναι εντελώς εξωπραγματική η θέση που έλαβε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι αυτή η φράση άφηνε απροσδιόριστο το χρόνο συμμόρφωσης, διότι μπορούσε η συμμόρφωση να επιτευχθεί σε οποιαδήποτε στιγμή μεταξύ της επίδοσης και της ώρας 24.00 στις 30.7.07. Πρόκειται για ένα σαφέστατο λεκτικό σε διάταγμα, μη επιδεχόμενο οποιασδήποτε αμφιλεγόμενης ερμηνείας, που διέτασσε τη σύζυγο να παραδώσει ελεύθερη την κατοχή, δίνοντάς της χρόνο, για να καταστεί δυνατή η εκκένωσης της κατοικίας.
Αλλά εξίσου λανθασμένη είναι και η κρίση ότι το εκ συμφώνου διάταγμα άφηνε απροσδιόριστο και τον τόπο συμμόρφωσης, με το σκεπτικό ότι το διάταγμα δεν καθόριζε το μέρος στο οποίο η σύζυγος όφειλε να παραδώσει κατοχή της κατοικίας. Ήταν πολύ απλό για τη σύζυγο να επικοινωνούσε με το σύζυγο και να του παραδώσει ελεύθερη κατοχή της κατοικίας με οποιοδήποτε εύλογο τρόπο και σε οποιοδήποτε εύλογο χώρο, παραδίνοντας στο χέρι το κλειδί της κατοικίας, ή αφήνοντάς το κάπου με κοινή, ενδεχομένως, συνεννόηση.
Λανθασμένη ήταν και η θέση ως προς τον τύπο της οπισθογράφησης του διατάγματος που συντάχθηκε από τον Πρωτοκολλητή. Σαφώς και θα ήταν ορθότερο να αναφερόταν σ’ αυτό ο χρόνος εντός του οποίου θα έπρεπε να υπήρχε συμμόρφωση. Έκαστος των δύο διαδίκων είχε διαφορετικό χρόνο συμμόρφωσης, ενώ η οπισθογράφηση αφορούσε αμφότερους και συνήρτατο με την υποχρέωση συμμόρφωσης «με το παρόν διάταγμα». Απλή ανάγνωσή του δεν άφηνε αμφιβολία στον καθένα από αυτούς ως προς το τι έπρεπε και εντός ποιού χρόνου να πράξει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε και η σύζυγος κρίθηκε ένοχη παρακοής και κλήθηκε να αναφέρει ότι επιθυμεί για μετριασμό, προτού το Ανώτατο Δικαστήριο της επιβάλει ποινή.