Επιχειρηματίες ανάπτυξης γης εξακολουθούν να βρίσκονται αντιμέτωποι με τον Έφορο Φ.Π.Α. ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιδιώκοντας εξαίρεση αναφορικά με συναλλαγές κτιρίων που έχουν ανεγείρει και παραδώσει, και των οποίων η αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας κατατέθηκε πριν την 1η Μαΐου 2004. Η επικείμενη ένταξη τότε της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και η ραγδαία ανάπτυξη στον τομέα των ακινήτων, ώθησαν επιχειρηματίες ανάπτυξης γης που είχαν τεμάχια γης προς ανάπτυξη, να ετοιμάσουν αρχιτεκτονικά σχέδια και να υποβάλουν αιτήσεις στην πολεοδομία για την ανάπτυξή τους πριν από την ανωτέρω ημερομηνία. Η ευνοϊκή μεταχείριση που τους παρείχε ο νόμος να πωλήσουν κτίρια, κατοικίες και διαμερίσματα, χωρίς Φ.Π.Α., και που θα έκτιζαν πολύ αργότερα, φυσιολογικά τους έσπρωξε να ενεργήσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.
Το άρθρο 4(α) του 8ου Παραρτήματος του Ν. 95(Ι)/2004 προνοεί εξαίρεση από τις διατάξεις του νόμου για τα κτίρια για τα οποία έχει κατατεθεί δεόντως συμπληρωμένη αίτηση έκδοσης πολεοδομικής άδειας πριν την 1ην Μαΐου 2004. Πρωταρχικά θέματα που εξετάστηκαν από το δικαστήριο είναι η ερμηνεία του όρου «συμπληρωμένη αίτηση» και αν ο Έφορος διενήργησε τη δέουσα έρευνα πριν καταλήξει στην απόφασή του για επιβολή Φ.Π.Α.
Η αίτηση δεν αρκεί να περιέχει κατά το χρόνο υποβολής της μόνο τα τυπικά στοιχεία, αλλά και τα ουσιαστικά, που απαιτεί ο νόμος και οι σχετικοί κανονισμοί για την έκδοση της πολεοδομικής άδειας. Όπου η αίτηση αφορούσε συγκεκριμένη ανάπτυξη η οποία όμως δεν υλοποιήθηκε επειδή εκ των υστέρων τα σχέδια διαφοροποιήθηκαν ριζικά, κρίθηκε ότι αυτή δεν μπορεί να εμπίπτει στην έννοια του όρου «δεόντως συμπληρωμένη αίτηση».
Η απόφαση λαμβάνεται από τον Έφορο, και όπου το θέμα δεν είναι ξεκάθαρο αλλά υπάρχει διάσταση απόψεων, κρίθηκε ότι ο Έφορος οφείλει να προβεί στη δέουσα έρευνα προτού καταλήξει στην απόφασή του. Επίσης οφείλει να αποταθεί στην πολεοδομία για να διαπιστώσει αν οι διαφορές που υπήρχαν μεταξύ της αρχικής αίτησης και των μετέπειτα τροποποιήσεων, ήσαν τέτοιες που διαφοροποιούσαν ριζικά την αρχική αίτηση και την καθιστούσαν «μη δεόντως συμπληρωμένη».
Ο δικαστής Α. Πασχαλίδης στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση αρ.1599/2008, ημερ.20.4.2011, έκρινε ότι η αίτηση θα πρέπει στο στάδιο της υποβολής της, να ικανοποιεί τους όρους και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το νόμο για την έκδοση της άδειας. Σημαίνει αίτηση της οποίας η εξέταση θα οδηγήσει, χωρίς οτιδήποτε άλλο, στην έκδοση πολεοδομικής άδειας. Όπως τονίζει, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία, η επίμαχη διάταξη στοχεύει αποκλειστικά στο να διασφαλίσει όπως οι πιο κάτω τάξεις τύχουν των ευεργετημάτων που παρέχονται από τις σχετικές διατάξεις του περί Φ.Π.Α. Νόμου: (α) όσους κατείχαν άδεια πριν την 1/5/2004 και (β) όσους υπέβαλαν πριν την 1/5/2004 αίτηση για πολεοδομική άδεια η οποία ικανοποιούσε, κατά το χρόνο υποβολής της, όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το νόμο για τη χορήγησή της.
Προς ενίσχυση της άποψής του, έθεσε τα ακόλουθα δύο παραδείγματα: Ένας αιτητής υποβάλλει έγκαιρα μια αίτηση, η οποία στο στάδιο της υποβολής της και αναφορικά με το ουσιαστικό μέρος της, πλοιρεί όλες τις προϋποθέσεις του νόμου. Λόγω παραδρομής δεν συμπληρώθηκε στο έντυπο της αίτησης η στήλη που αναφέρεται στο εμβαδό της οικοδομής και στα υλικά της οροφής, πλην όμως στα έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση υπάρχουν όλες οι πληροφορίες που έχουν παραληφθεί. Σε μια άλλη περίπτωση, ο αιτητής συμπληρώνει ορθά και δεόντως το έντυπο της αίτησης, πλην όμως στο στάδιο της υποβολής της, η αίτηση πάσχει από τα εξής ελαττώματα: (α) το τεμάχιο δεν διαθέτει πρόσβαση σε δημόσιο δρόμο, (β) η αίτηση δεν συνοδεύεται από στατική και περιβαλλοντολογική μελέτη και (γ) στην αίτηση δεν αναφέρεται η πηγή υδατοπρομήθειας. Η διοίκηση, κατά την εξέταση της αίτησης, υποδεικνύει στον αιτητή τα ανωτέρω, ο οποίος με τις κατάλληλες ενέργειες συμπληρώνει την αίτηση μετά από παρέλευση τριών χρόνων, οπότε και του χορηγείται η αιτούμενη άδεια. Αναφορικά με το ερώτημα ποιος από τους δύο αιτητές θα τύχει των ευεργετημάτων του νόμου, το δικαστήριο απάντησε ότι είναι ο πρώτος αιτητής, του οποίου η αίτηση ικανοποιούσε όλες τις προϋποθέσεις του νόμου. Τυχόν απόρριψη της αίτησής του, θα ισοδυναμούσε με επιβαλλόμενη τυπολατρία και αυτή δεν ήταν η πρόθεση του νομοθέτη.