Η απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας αποτελεί επαχθές μέτρο που παρεμβαίνει στο δικαίωμα ιδιοκτησίας και μπορεί να γίνει μόνο για την εκπλήρωση σκοπών δημόσιας ωφέλειας και πάντοτε στα πλαίσια των αρχών της χρηστής διοίκησης. Η προσφυγή στην αναγκαστική απαλλοτρίωση γίνεται όταν υπάρχει απόλυτη ανάγκη και εφόσον η διοίκηση εξετάσει πρώτα όλες τις προσφερόμενες εναλλακτικές λύσεις, ώστε ο σκοπός να επιτευχθεί με το λιγότερο επαχθές μέσο.
Απαιτείται από τη διοίκηση να ετοιμάσει ολοκληρωμένη μελέτη και σχέδια για τις ανάγκες του έργου της δημόσιας ωφέλειας του οποίου σκοπείται η απαλλοτρίωση, με αναφορά στη φύση, έκταση και τις ανάγκες του έργου. Οι σκοποί δημόσιας ωφέλειας που απαριθμούνται στο νόμο, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, σκοπούς που αφορούν την άμυνα και ασφάλεια της Δημοκρατίας, την εκπαίδευση, τη δημιουργία, συντήρηση και ανάπτυξη των συγκοινωνιών στη ξηρά, θάλασσα και αέρα, την πολεοδομία, χωρονομία και οικιστική, την προαγωγή και ανάπτυξη της γεωργίας, της βιομηχανίας, του εμπορίου και του τουρισμού. Επίσης αφορούν τη συντήρηση και ανάπτυξη των φυσικών πηγών πλούτου, των δασών και υδάτων, ως επίσης την επίτευξη και προαγωγή των σκοπών των δημοτικών αρχών, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών κοινής ωφέλειας.
Το θέμα επηρεάζει το ατομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας το οποίο προστατεύεται από το Σύνταγμα και οποιαδήποτε απόφαση για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ιδιοκτησία μπορεί να απαλλοτριωθεί από τη Δημοκρατία, τις δημοτικές αρχές, καθώς επίσης και από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς κοινής ωφέλειας, προς τους οποίους έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα αυτό δυνάμει νόμου, όπως είναι η Α.Η.Κ., το Ρ.Ι.Κ., η Α.ΤΗ.Κ. και άλλοι οργανισμοί. Ο νομοθέτης όμως δεν έδωσε την αρμοδιότητα και το δικαίωμα αυτό στα Κοινοτικά Συμβούλια, καίτοι αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα οποία ενάγουν και ενάγονται με την επωνυμία τους, έχουν εξουσία να αποκτούν ή διαθέτουν περιουσία και να συνάπτουν συμφωνίες.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έθεσε το θεμελιακό ερώτημα, ποια πρόσωπα έχουν εξουσία για απαλλοτρίωση ιδιοκτησίας στην απόφαση που εξέδωσε ο δικαστής Δ. Χατζηχαμπής στην υπόθεση αρ. 997/2010, ημερ.10.5.2011, στα πλαίσια προσφυγής εναντίον διατάγματος απαλλοτρίωσης ακινήτου που εξέδωσε Κοινοτικό Συμβούλιο στην επαρχία Λευκωσίας, για τη δημιουργία χώρου στάθμευσης. Εφόσον οι μόνες τοπικές διοικήσεις προς τις οποίες δίδεται δικαίωμα απαλλοτρίωσης, είναι οι δημοτικές αρχές, το ερώτημα που προέκυπτε ήταν κατά πόσο το Κοινοτικό Συμβούλιο είχε δικαίωμα να διενεργεί απαλλοτριώσεις στα πλαίσια της άλλης κατηγορίας που αναφέρεται στο Σύνταγμα, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Παρόλο που στο Σύνταγμα δεν υπάρχει ορισμός του όρου «νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου», το δικαστήριο παρέπεμψε στον όρο «δημόσια υπηρεσία», όπου υπάρχει μια βοηθητική αναφορά ως προς την αντίληψη του όρου αυτού στο Σύνταγμα. Κατέληξε ότι ο νομοθέτης περιορίζεται σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ανάλογα του Οργανισμού Εσωτερικών Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και του Οργανισμού Ηλεκτρισμού Κύπρου, ως προς τα οποία θα ίσχυαν οι διατάξεις περί ανάλογης συμμετοχής των δύο κοινοτήτων, δηλαδή αφορούντα το σύνολο της Δημοκρατίας στη βάση του διοικητικού της χαρακτήρα. Δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να ενισχύει άλλη άποψη, και δη ότι το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ο οργανισμός δημοσίου δικαίου που είχε υπόψη του ο συνταγματικός νομοθέτης, μπορούσε να επεκτείνεται σε τοπικές διοικήσεις. Εξάλλου, σε σχέση με τις τοπικές διοικήσεις γίνεται ιδιαίτερη ρύθμιση για χωριστά δημαρχεία. Έχοντας επίσης υπόψη τη δικοινοτικότητα, το δικαστήριο κατέληξε ότι ο συνταγματικός νομοθέτης δίδει δικαίωμα απαλλοτρίωσης στη Δημοκρατία, η οποία εκπροσωπεί το ίδιο το ενιαίο κράτος στις δημοτικές αρχές που συναρτώνται, και με τις ρυθμίσεις για χωριστά δημαρχεία, και στις κοινοτικές συνελεύσεις, με ρητή πρόνοια ότι οι απαλλοτριώσεις από αυτές, θα είναι προς όφελος των σκοπών τους, και μόνο σε βάρος προσώπων που ανήκουν στην αντίστοιχη κοινότητα. Πρόδηλο είναι ότι και η περαιτέρω πρόνοια με την οποία δίδεται δικαίωμα απαλλοτρίωσης και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και οργανισμούς κοινής ωφέλειας, πρέπει να εντάσσεται στα πλαίσια και στην αντίληψη των όρων αυτών. Κατέληξε ότι ο συνταγματικός νομοθέτης ουδόλως παρείχε εξουσία απαλλοτρίωσης σε τοπικές διοικήσεις, πλην των δημοτικών αρχών, και ακύρωσε το διάταγμα απαλλοτρίωσης.