Αυτό που σήμερα ονομάζουμε σύγχρονη Αρχιτεκτονική πήρε μορφή από έναν άνθρωπο που δεν δίστασε να προτείνει σχεδιαστικές φόρμες αρκετές δεκαετίες μπροστά από την εποχή του. Ο Mies van der Rohe γεννήθηκε στην πόλη Άαχεν της Γερμανίας το 1886 και η παιδική του ηλικία δεν διέφερε κατά πολύ από αυτή της μέσης τάξης ανθρώπου. Ωστόσο η αγάπη του για την Αρχιτεκτονική και το σχέδιο άρχισε από πολύ νωρίς, αφού από 14 χρόνων ξεκίνησε να δουλεύει στην επιχείρηση του πατέρα του, ενώ μετά τη διετή φοίτησή του σε εμπορική σχολή, σχεδίαζε γύψινες διακοσμήσεις για έναν οικοδόμο της περιοχής.

Το Βερολίνο ήταν ο επόμενός του σταθμός, όπου και καταφέρνει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να κάνει γνωστό το όνομά του στους αρχιτεκτονικούς κύκλους και να κλείνει σημαντικές δουλειές με την πολιτιστική ελίτ της πόλης. Εκείνη την περίοδο επέλεξε να μετατρέψει το πατρικό του επώνυμο, σε «van der Rohe», που ήταν το επώνυμο της μητέρας του.

Η συνέχεια βρίσκει τον ταλαντούχο δημιουργό να εργάζεται ως σχεδιαστής επίπλων κοντά στο γνωστό Μπουρνό  Πόλ, κάτι που του έδωσε την ευκαιρία να ξεκινήσει στη συνέχεια η αρχιτεκτονική του σταδιοδρομία ως μαθητευόμενος στο τεχνικό γραφείο του Πήτερ Μπέρενς, όπου και ήρθε σε επαφή με τους Βάλτερ Γκρόπιους και Λε Κορμπυζιέ (1912), αλλά και με τις θεωρίες σχεδίου και τον προοδευτικό γερμανικό πολιτισμό.  Έπειτα από εντολή του Μπέρενς καταλήγει να διευθύνει τη γερμανική πρεσβεία στην Πετρούπολη της Ρωσίας, ιδρύοντας ταυτόχρονα ανεξάρτητο αρχιτεκτονικό γραφείο.

Κατά τη διάρκεια του Α” παγκοσμίου πολέμου επιστρατεύτηκε και πολέμησε σε διαφορά μέτωπα. Το 1921 τίθεται επικεφαλής της «Ομάδας του Νοέμβρη» (Novembergruppe), η οποία έχει βάλει στόχο την μεταφορά του πνεύματος της γερμανικής «επανάστασης του Νοέμβρη» (1918) στην περιοχή της τέχνης. Η ομάδα απαιτεί περίπου τη «διάλυση της παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής» και την «εξάλειψη της προσωπικότητας» του καλλιτέχνη. Με την κατασκευή ενός πολυώροφου κτιρίου με επένδυση γυαλιού στο Βερολίνο ξεκινάει και τη λεγόμενη Αρχιτεκτονική «skin and bones».

Ο Mies van der Rohe υπήρξε παράλληλα συνεκδότης του πρωτοποριακού περιοδικού «G», το οποίο από την αρχή εκδήλωσε τη συμπάθειά του στη ριζοσπαστική Αρχιτεκτονική.

Το 1930 του ανατίθεται από τον Γκρόπιους, η διεύθυνση της περίφημης αρχιτεκτονικής σχολής Bauhaus, όμως μετά το κλείσιμό της το 1932, μετακινείται στη Στουτγάρδη. Δύο χρόνια αργότερα λαμβάνει μέρος σε διαγωνισμό για το γερμανικό περίπτερο στις Βρυξέλλες, όμως η πρότασή του απορρίπτεται από τον Αδόλφο Χίτλερ.

Λογικό επακόλουθο για τον καταξιωμένο Αρχιτέκτονα, ήταν ο περιορισμός του στην ανεύρεση εργασίας στη Γερμανία, αφού οι ναζί επέτειναν κατά πολύ τον έλεγχό τους στο δημόσιο βίο, με αποτέλεσμα ο Mies van der Rohe, να μεταναστέψει στην Αμερική και να καταλήξει να είναι διευθυντής του Illinois Institute of Technology στο Σικάγο.

Εκεί συνέχισε για 20 χρόνια να κατασκευάζει εντυπωσιακά οικοδομήματα, ενώ αργότερα επέστρεψε στη Γερμανία, όπου κατασκεύασε την Εθνική Πινακοθήκη στο Βερολίνο, γνωστή ως National Galerie Berlin.

Στην καριέρα του ως ελεύθερος επαγγελματίας σχεδίαζε σπίτια ανώτερης κατηγορίας, στις παραδοσιακές γερμανικές μορφές. Θαύμασε τις ευρείες αναλογίες, την τακτικότητα των ρυθμικών στοιχείων, και έδωσε μεγάλη προσοχή στη σχέση μεταξύ των δημιουργημάτων του ανθρώπου και τη φύση.

Το Bauhaus

Η Αρχιτεκτονική Σχολή Bauhaus ιδρύθηκε το 1919 και λειτούργησε μέχρι το 1933, από τον Βάλτερ Γκρόπιους στην Γερμανία. Συνεχιστές της Σχολής αυτής ήταν ο Χάνες Μέγιερ στη Βαϊμάρη και ο Mies van der Rohe στο Βερολίνο.

Το ύφος της σχολής Bauhaus επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης, ειδικότερα στους τομείς της αρχιτεκτονικής και του βιομηχανικού σχεδιασμού (design), ενώ τα έργα που παράχθηκαν μέσα από τα εργαστήρια της σχολής έγιναν αντικείμενα εκτεταμένης αναπαραγωγής.

Ανάμεσα στις κεντρικές ιδέες που προώθησε η σχολή, ήταν η χρήση της τεχνολογίας για καλλιτεχνικούς σκοπούς, η απουσία διάκρισης μεταξύ καλών και εφαρμοσμένων τεχνών, καθώς και η αναγκαιότητα της σφαιρικής διδασκαλίας όλων των μορφών τέχνης.

Όταν τη διεύθυνση ανέλαβε ο Mies, ελευθέρωσε τη σχολή από την πολιτική, αλλά συνάντησε σημαντική αντίθεση από τους αριστερούς σπουδαστές, και σε μια από τις συνεδριάσεις δημιουργήθηκε αναταραχή. Η σχολή έκλεισε για λίγο και ο Mies έκανε το Bauhaus ένα παραδοσιακό σχολείο της αρχιτεκτονικής με αυστηρές απαγορεύσεις πολιτικής δραστηριότητας ακόμα και με την ποινή της αποβολής.

Στο διάστημα που διετέλεσε διευθυντής της σχολής εισήγαγε μαζί με το συνεργάτη του Λίλι Ράιχ τη διδασκαλία του σχεδιασμού εσωτερικών και εκθεσιακών χώρων. Φρόντισε επίσης να αναπτυχθούν και τα εργαστήρια τυπογραφίας, διαφήμισης και φωτογραφίας. Το 1932 η σχολή έκλεισε, καθώς οι Ναζί πήραν τον έλεγχο του Ντεσσάου και θεώρησαν το ύφος Bauhaus μη πατριωτικό. Από εκεί μεταφέρθηκε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στο Βερολίνο και παρά τις ύστατες απεγνωσμένες προσπάθειες του Mies, έκλεισε οριστικά το 1933, μετά από εννέα μόνο μήνες λειτουργίας της.

Ο Mies van der Rohe έπαιξε σημαντικό ρόλο σαν εκπαιδευτικός, πιστεύοντας ότι η αρχιτεκτονική είναι γλώσσα που μπορεί να μαθευτεί και να διδαχτεί. Εργάστηκε προσωπικά και εντατικά στις πρωτότυπες ιδέες, επιτρέποντας στους μαθητές του στη σχολή και στο γραφείο του, να αναπτύξουν παραγωγικές λύσεις για συγκεκριμένα προγράμματα κάτω από την καθοδήγησή του. Όταν όμως είδε πως κανείς δεν είχε την ικανότητα να συνδυάσει την ιδιοφυία και την ποιότητα της δικής του δουλειάς, αναρωτήθηκε πού είχε κάνει λάθος στην εκπαιδευτική του μέθοδο.

Less is More

Ο Ludwig Mies είχε ως στόχο ζωής τη δημιουργία, όχι μόνο ενός νέου αρχιτεκτονικού ύφους, αλλά και μιας νέας αρχιτεκτονικής γλώσσας, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να αντιπροσωπεύσει τη νέα εποχή των τεχνολογικών επιτευγμάτων και της παραγωγής.

Θεωρούσε αναγκαία τη δημιουργία μιας αρχιτεκτονικής που θα ήταν σε αρμονία με την εποχή της, όπως η γοτθική αρχιτεκτονική ήταν την εποχή του πνευματισμού. Περισσότερο από κάθε άλλο μοντερνιστή, ο Mies χρησιμοποίησε τη φιλοσοφία, ως βάση για την εργασία του. Δημιούργησε ένα επιδρούν αρχιτεκτονικό ύφος εικοστού αιώνα, που το χαρακτήριζε ακραία σαφήνεια και απλότητα. Τα κτίρια αποπνέουν την καθαρότητα και τη σαφήνεια της απλής -απλοϊκής θα έλεγε κανείς- γεωμετρικής δομής, όπου η ένταση δημιουργείται μέσα από την αυστηρότητα των περιγραμμάτων και την προσεγμένη αναλογία των επιμέρους στοιχείων. Το «Less is more» είναι η άλλη προστακτική του, που οδήγησε στον υπέρτατο ορθολογισμό και στην ψυχρή ομορφιά των χαλύβδινων και γυάλινων δημιουργημάτων του, που πραγματοποιούνται χάρη στην τελειοποίηση της τεχνολογίας, της οποίας ο Mies αποδεικνύεται μεγαλοφυής γνώστης και χρήστης. Το πάθος του για την λεπτομέρεια φαίνεται στην επεξεργασία του προβλήματος της γωνίας, ενός πανάρχαιου προβλήματος από την εποχή του δωρικού ρυθμού. Επίσης τα κτίριά του χρησιμοποιούσαν σύγχρονα υλικά, όπως ο βιομηχανικός χάλυβας και το γυαλί, για να καθορίσουν τον αυστηρό αλλά κομψό χώρο. Ανέπτυξε τη χρήση της εκτεθειμένης δομής χάλυβα και γυαλιού για να εσωκλείσει και να καθορίσει το χώρο. Προσπάθησε για μια αρχιτεκτονική με ελάχιστα πλαίσια στη δομική διάταξη και σε ισορροπία με την απαιτούμενη ελευθερία του ανοικτού χώρου.

Μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του που αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για την μετέπειτα εξέλιξη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και την μετουσίωσή της σ’ αυτό που είναι σήμερα, ήταν το Farnsworth House (Σικάγο), το συγκρότημα διαμερισμάτων Lake Shore Drive (Σικάγο), ο ουρανοξύστης Seagram Building (Νέα Υόρκη), το Μουσείο Καλών Τεχνών (Τέξας) και η National Gallery (Βερολίνο).

Ο Σχεδιασμός Επίπλων

Ο Mies van der Rohe, εκτός από κτίρια, σχεδίασε και σύγχρονα κομμάτια επίπλων, χρησιμοποιώντας τις νέες βιομηχανικές τεχνολογίες. Τα έπιπλα είναι γνωστά για την λεπτή χειροτεχνία, ένα μίγμα των παραδοσιακών πολυτελών υφασμάτων, όπως το δέρμα σε συνδυασμό με τα σύγχρονα πλαίσια χρωμίου, καθώς και έναν ευδιάκριτο χωρισμό της ενισχυτικής δομής και των υποστηριγμένων επιφανειών. Εξάλλου, προκειμένου να ενισχύσει το συναίσθημα της ελαφρότητας που δημιουργείται από τα λεπτά δομικά πλαίσια, χρησιμοποιούσε προεξέχουσες κυρτές δοκούς (cantilevers).

Οι μεταλλικές καρέκλες του από ατσάλινο σωλήνα και χειροποίητο ψαθωτό ή δερμάτινο κάθισμα, ακολουθούν με τις απλούστερες γραμμές, το σχήμα του καθιστού ανθρώπινου σώματος. Η μινιμαλιστική σχεδιαστική αντίληψη του Mies τον οδήγησαν σε μερικά από τα πιο λιτά έπιπλα, όπως το κάθισμα για το Γερμανικό περίπτερο στην έκθεση της Βαρκελώνης. Ο Mies σχεδίασε ακόμα τα πρώτα πλαστικά καθίσματα, με βάση το ανθρώπινο σώμα, αντίστοιχα των οποίων βγήκαν στην παραγωγή μετά τον πόλεμο, και βέβαια μαζικά στις μέρες μας, δείχνοντας έτσι τη διορατικότητά του.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Έχετε κάτι να πείτε;