Δηλώνει απερίφραστα πως ποτέ δεν ήταν ο Αρχιτέκτονας των ωραίων όψεων, υπεραμύνεται της κρυφής αρμονίας και σχέσης με τα πράγματα, αλλά και όλων αυτών που προσδιορίζουν την κοινωνική διάσταση της αρχιτεκτονικής, και τη σχέση της με τον άνθρωπο και τις ανάγκες του.

Γι’ αυτό άλλωστε και χρησιμοποιώντας τις λέξεις αρχιτέκτονας, καλλιτέχνης, άνθρωπος, έχεις επακριβώς προσδιορίσει, αυτό που πραγματικά είναι ο Ζήνων Σιερεπεκλής, το ανήσυχο πνεύμα του οποίου δεν έχει σταματήσει να καταθέτει την μοναδικότητά του, κερδίζοντας επάξια την αναγνώριση των συναδέλφων του, τόσο στην Κύπρο, όσο και στο εξωτερικό!

ΤΑ ΦΟΙΤΗΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

 Θα ήθελα αρχικά να μάθω λίγα πράγματα για εσάς…

 Γεννήθηκα στην Πάφο όπου έζησα μέχρι τη θητεία στο στρατό και μετά πήγα στην Αθήνα όπου φοίτησα δύο χρόνια στη σχολή σχεδιαστών Δοξιάδη. Τα χρόνια του Δημοτικού βαπτίστηκαν από το πνεύμα του απελευθερωτικού αγώνα κατά των Άγγλων. Τα χρόνια του Γυμνασίου χαράχτηκαν από την αντίσταση κατά της ανταρσίας της ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων.

Επέστρεψα στην Κύπρο από την Αθήνα άρον-άρον το 1972 για να συμμετάσχω στην παλλαϊκή κινητοποίηση των Παφίων ενάντια στην απόπειρα πραξικοπήματος του 72. Παρέμεινα στην Πάφο μέχρι το 1975 εργαζόμενος λίγο στο Αρχιτεκτονικό σχέδιο παράλληλα με την πολιτική δράση που μου έπαιρνε σχεδόν όλο μου το χρόνο. Ηγήθηκα δυνάμεων της αντίστασης κατά του πραξικοπήματος τόσο στην Πάφο όσο και στη Λεμεσό, και μετά τη φυγή του Μακαρίου σχημάτισα και ηγήθηκα μαζί με τον Μίκη Τεμπριώτη ομάδας μαχητών με σκοπό τη συνέχιση της αντίστασης. Η εισβολή με βρήκε στην “παρανομία”. Με συλλάβανε οι πραξικοπηματίες μετά την απόβαση των Τούρκων, για να καταλάβετε τον πατριωτισμό τους, και παρόλο που ήμουνα αξιωματικός των ΛΟΚ και έμπειρος πολεμικά, δεν έλαβα μέρος στις μάχες κατά των εισβολέων. Μετά το πραξικόπημα έγινα Κεντρικός Οργανωτικός Γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος ΕΔΕΚ.

Στα 29 μου πήγα στη Ρώμη για σπουδές. Μέσα στη σύγχυση των καιρών γράφτηκα καταρχήν στη σχολή πολιτικών επιστημών και σε μια δεύτερη σχολή δημοσιογραφίας. Αφού βέβαια πέρασε το μισό πρώτο εξάμηνο κατανόησα ότι για αλλού ήμουνα πλασμένος κι έτσι έκανα μεταγραφή στη Σχολή Αρχιτεκτονικής.

Δηλαδή ένας λόγος που ήρθατε κοντά στη δημοσιογραφία ήταν και η έντονη πολιτική σας δράση;

Ναι, ακριβώς, πηγαίνοντας στη Ρώμη ήμουν κάτω από την επίδραση των συγκλονιστικών πολιτικών γεγονότων του 74, μάλιστα μπορώ να αποκαλύψω ότι το μεγάλο μου δίλημμα της στιγμής ήταν: Ή Βουλευτής με σίγουρη έδρα στη Βουλή – ήμουν ο 3ος υποψήφιος Βουλευτής της ΕΔΕΚ όταν το Κόμμα έβγαλε τέσσερεις Βουλευτές – ή φοιτητής. Μια εσωτερική φωνή με φώτισε να επιλέξω -με πολλή δυσκολία ομολογώ- την Αρχιτεκτονική. Έτσι κατάφερα να εξοφλήσω ένα χρέος προς τον εαυτό μου, το οποίο αισθανόμουν από το Γυμνάσιο, για το οποίο ήξερα ότι αν δεν το εξοφλούσα τότε, θα ήταν πολύ δύσκολο να το κάνω αργότερα.

Στη Ρώμη, όλο αυτό το σκηνικό της Ελλάδας που πήρατε μαζί, σας επηρέασε και σαν αρχιτέκτονα;

Οπωσδήποτε με επηρέασε, υπό την εξής έννοια: σίγουρα μπήκα ώριμος στη σχολή, δεν ήμουν ούτε 18, ούτε 20, ούτε 24 χρονών, άρα είχα συσσωρευμένη μία πλούσια βιωματική εμπειρία η οποία με βοήθησε πάρα πολύ. Το γεγονός ότι ήμουν πολιτικοποιημένος με μια συγκεκριμένη και συγκροτημένη κοσμοαντίληψη, με επηρέασε θετικά στην αρχιτεκτονική σκέψη γιατί με βοήθησε να δω την Αρχιτεκτονική – και να τη βλέπω μέχρι σήμερα – ως μια τέχνη που έχει αναφορά τον άνθρωπο, την κοινωνία και τις ανάγκες τους.

Με έκανε να ενδιαφέρομαι περισσότερο για το είναι της αρχιτεκτονικής παρά για το φαίνεσθαι, παρόλο που και το φαίνεσθαι έχει τη σημασία του, γιατί κάθε κατασκευή έχει και την αισθητική της διάσταση, όμως σε καμιά στιγμή δεν υπήρξα ο αρχιτέκτονας των ωραίων όψεων, αλλά ένας αρχιτέκτονας που ενδιαφέρεται για την κοινωνική διάσταση της αρχιτεκτονικής, το δημόσιο χώρο, το χώρο που αφορά τον άνθρωπο – είτε ως άτομο, είτε ως σύνολο.

Την εποχή που ξεκινήσατε εσείς σαν φοιτητής, ήταν μία καλή περίοδος για την Αρχιτεκτονική, πώς τη βιώσατε, πώς την είδατε σε μια πρώτη επαφή που είχατε;

Επειδή έμαθα να μην βλέπω μονοδιάστατα τα πράγματα, αλλά στο συναμφότερο τους, θεωρώ ότι ενώ ήταν μια δύσκολη και αντιφατική περίοδος, είχε και τα καλά της. Ήταν δύσκολη υπό την εξής έννοια: ήταν μια εποχή μετά τη φοιτητική εξέγερση και επανάσταση του ’67 όπου υπήρχε μια μεγάλη σύγχυση, μία έντονη πολιτικοποίηση των πάντων και μια  απαξίωση για τη σχεδιαστική πράξη της αρχιτεκτονικής. Αυτό ήταν κακό. Όμως μέσα στο κακό εμπεριέχεται και το καλό, έτσι μπορεί να μη μάθαινες καλά την συνθετική πλευρά της αρχιτεκτονικής, μάθαινες όμως να σκέπτεσαι κριτικά και με βάση τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα. Φτάνει να ήσουν ανοιχτός να δεχθείς την προσέγγιση αυτή που συνδέει την αρχιτεκτονική με την κοινωνική, ιστορική και πολιτική πραγματικότητα. Η Ιταλία στα χρόνια αυτά περνούσε μια βαθιά εσωτερική κοινωνική κρίση, η οποία επηρέασε σίγουρα και την Αρχιτεκτονική, δηλαδή οι σχολές ήταν ανοργάνωτες, οι καθηγητές ελάχιστα ερχόντουσαν, οι φοιτητές πολεμούσαν τους καθηγητές, δηλαδή υπήρχε ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα στα πανεπιστήμια. Κατά το τέλος αυτής της περιόδου, δυστυχώς επικράτησε αυτή η ατυχής στιγμή στην αρχιτεκτονική, το λεγόμενο μεταμοντέρνο, το οποίο ευτυχώς δεν με επηρέασε κι έτσι μπορώ να πω ότι η διαμόρφωσή μου ως αρχιτέκτονα, έγινε ίσως αργότερα, μέσα από μια διαδικασία αυτομόρφωσης, γιατί όντως είμαι ένα τυπικό παράδειγμα αυτοδημιούργητου ανθρώπου.

Προσπάθησα πάντοτε, παρά τις όποιες έξωθεν επιδράσεις που ως ένα βαθμό είναι φυσιολογικό να υπάρχουν, και επιθυμητό θα έλεγα, να ακολουθώ την εσωτερική φωνή που έχω μέσα μου.

Τα φοιτητικά χρόνια από οικονομικής απόψεως φαντάζομαι θα ήταν δύσκολα;

Πάρα πολύ δύσκολα, διότι δεν είχα τα οικονομικά να σπουδάσω. Ο πατέρας μου είχε φύγει από τη ζωή δυστυχώς εκείνη την περίοδο. Η μητέρα μου έπαιρνε μία σύνταξη πείνας, κι έτσι αναγκάστηκα να σπουδάσω με φοιτητικό δάνειο. Ουσιαστικά κατ’ εξαίρεση μου έδωσαν δύο φορές φοιτητικό δάνειο για να μπορέσω να ολοκληρώσω τα πέντε χρόνια σπουδών. Αν θυμάστε ήταν ο θεσμός του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Σπουδαζούσης Νεολαίας. Ήταν μια εποχή που υπήρχε αυτή η δυνατότητα, ένας νέος που δεν είχε λεφτά να σπουδάσει, μπορούσε να εξασφαλίσει ένα δάνειο, το οποίο βεβαίως δεν μπορούσε να καλύψει όλα τα έξοδα των σπουδών, αλλά σίγουρα ήταν μια βοήθεια. Ένα χρέος βεβαίως το οποίο πάλεψα 15 χρόνια μετά για να ξοφλήσω, δεν ήταν χαρισματικός συντελεστής.

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΞΙΩΣΗ

Και τελειώνετε και επιστρέφετε πίσω στην Κύπρο…

Το 1981.

Πώς τα είδατε στην αρχή τα πράγματα;

Επέστρεψα με ένα απέραντο κέφι για αρχιτεκτονική και στα πρώτα δύο χρόνια μοιραζόμουν το χρόνο μου μεταξύ Πάφου και Λευκωσίας. Μετά ουσιαστικά έμεινα οριστικά στη Λευκωσία όπου έκανα το δικό μου γραφείο.

Από την πρώτη στιγμή συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να κινηθώ σε τρία επίπεδα: το πρώτο ήταν να στήσω ένα επαγγελματικό γραφείο, το δεύτερο ήταν να μελετήσω την κυπριακή πραγματικότητα, που μου ήταν άγνωστη, όπως άλλωστε και στον καθένα μας που σπουδάζει στο εξωτερικό και επιστρέφει στην Κύπρο, και το τρίτο να συμμετέχω στα κοινά για την πόλη.

Ήταν τα χρόνια κατά τα οποία δημιουργήσαμε μαζί με άλλους τη νέα αντίληψη για το τι σημαίνει ιστορικό κέντρο, τι σημαίνει συντήρηση, διατήρηση, αποκατάσταση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αλλά και τι σημαίνει να υπερασπιστούμε το μοντέρνο. Έτσι συμμετείχα ενεργά στο Σύλλογο Αρχιτεκτόνων, στο Ίδρυμα Παλιάς Λευκωσίας, σε διάφορες εκδηλώσεις και σεμινάρια. Ήταν μια εποχή έντονου θεωρητικού προβληματισμού με πολύ γράψιμο και δράση. Προϊόν του καιρού και το περιοδικό «Εντός των τειχών», του οποίου ήμουν συνιδρυτής και συνεκδότης και το οποίο είχε ως αντικείμενο το ιστορικό κέντρο της Λευκωσίας.

Ήταν εύκολη η «αναγέννηση» της αρχιτεκτονικής άποψης που είχε  Κύπρος μέχρι το 1981;

Εύκολη δεν ήταν, όπως δεν είναι ποτέ εύκολο να περάσεις καινούργιες ιδέες σε μια κοινωνία, που συν τοις άλλοις είναι μικροαστική και συντηρητική. Για μένα τότε δεν μετρούσαν οι δυσκολίες, αντίθετα με προκαλούσαν. Ήταν κίνητρο για προσπάθεια, για αλλαγή, για ένα καλύτερο αστικό περιβάλλον. Μαζί με άλλους προσπαθήσαμε να προωθήσουμε κάποιες καινούργιες ιδέες, και εν πάση περιπτώσει πιστεύω ότι γενικά οι κοινωνίες πάνε μπροστά μέσα από την αντιπαράθεση των ιδεών, μέσα από τη συζήτηση, μέσα από την κριτική. Δηλαδή με το να χαϊδεύουμε ο ένας το αυτί του άλλου, δεν προωθούνται καινούργιες ριζοσπαστικές ιδέες. Ήταν χρόνια γεμάτα αναζήτηση, γεμάτα γοητεία και απογοήτευση μαζί. Η ζωή είναι άσπρο μαύρο, αλλά και όλα τα χρώματα που υπάρχουν μεταξύ αυτών.

Πότε ήρθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία;

Ως πρώτη μεγάλη επιτυχία νομίζω πρέπει να θεωρηθεί η πρώτη συμμετοχή μου σε Παγκύπριο Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό που μου έδωσε 2ο Βραβείο. Ήταν ο διαγωνισμός για το Κοινοτικό (τότε) Μέγαρο Αγίας Νάπας. Μετά ακολούθησαν και άλλες διακρίσεις. Πρέπει να πω ότι υπήρξα εκ πεποιθήσεως άνθρωπος των διαγωνισμών, δηλαδή από την πρώτη στιγμή που επέστρεψα από τα σχεδιαστήρια της σχολής αρχιτεκτονικής, είπα ότι θα συμμετέχω στους διαγωνισμούς, πρώτα πρώτα γιατί αντιλαμβανόμουν την αρχιτεκτονική, όχι μόνο ως επάγγελμα, αλλά και ως ένα λειτούργημα που σου επιτρέπει να καταθέσεις δημόσια την άποψή σου για την πόλη και για την κοινωνία, δηλαδή ήταν μια συνέχιση της πολιτικής, με άλλα μέσα, για να θυμηθούμε και τον Κλαούζεβιτς, που είπε το καταπληκτικό: «Ο πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο, από τη συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα».

Για μένα η αρχιτεκτονική ήταν μια συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Έτσι είδα τους διαγωνισμούς, ως ένα πεδίο προσφοράς και κατάθεσης των απόψεών μου για την αρχιτεκτονική και για την πόλη, και πιστέψτε με, ουδέποτε με απασχόλησε η σύνθεση της κριτικής επιτροπής ή οτιδήποτε άλλο, εκτός από το να πω το δικό μου προσωπικό αρχιτεκτονικό λόγο. Και μάλιστα μπορώ να πω ότι ξεκίνησα έχοντας συνείδηση ότι στους διαγωνισμούς δεν κερδίζει πάντοτε η καλύτερη λύση, έτσι κέρδισα διαγωνισμούς για τους οποίους δεν ήμουνα σίγουρος, κι έχασα διαγωνισμούς, για τους οποίους ένιωθα πολύ σίγουρος.

Αυτό γιατί συμβαίνει πιστεύετε;

Διότι η Αρχιτεκτονική δεν είναι ούτε μαθηματικά, ούτε φυσική. Δηλαδή ενώ στα μαθηματικά δύο και δύο κάνουν τέσσερα, στην Αρχιτεκτονική δύο και δύο κάνουν όλους τους άλλους αριθμούς συμπεριλαμβανομένου και του τέσσερα. Εφόσον είναι δημιουργική δραστηριότητα, σημαίνει ότι υπάρχει η προσωπική άποψη και η προσωπική γραφή, άρα και η ανάγνωσή της στα ίδια πλαίσια κινείται. Που σημαίνει ότι οι κριτικές επιτροπές δεν μπορούν να έχουν ένα κοινό λόγο, ο κάθε αρχιτέκτονας – μέλος της κριτικής επιτροπής, έχει μια διαφορετική άποψη για το τι είναι σημαντικό και τι δεν είναι. Και είναι ανθρώπινο ο καθένας να κρίνει σε σχέση με το ύψος των γνώσεων και ικανοτήτων του. Έχει συμβεί αρκετές φορές, μέλη κριτικών επιτροπών να είναι δυσανάλογα κατώτεροι των περιστάσεων. Θέλω να πω, πως δεν επιτρέπεται σε μια διαδικασία κρίσεως ο κριτής να έχει προσόντα χαμηλότερου επιπέδου από τον διαγωνιζόμενο. Μπορώ εγώ για παράδειγμα να κρίνω το έργο ενός συγγραφέα μόνο και μόνο γιατί έχω γράψει δύο τρία άρθρα στις εφημερίδες;

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Βλέποντας κάποια από τα έργα σας, για παράδειγμα το κτίριο Επιστημών της Αγγλικής Σχολής, έχω την αίσθηση ότι μέσα από την αρχιτεκτονική σας δημιουργία σε κάθε συγκεκριμένο έργο, προσπαθείτε να δώσετε «ζωή», στον άνθρωπο ή στην ιδέα που το έργο αυτό αντιπροσωπεύει. Έχω δίκαιο;

Δεν είναι συμβολική η αρχιτεκτονική μου, δηλαδή δεν ξεκινώ με την ιδέα να συμβολίζει κάτι. Ο συμβολισμός στον οποίο αναφέρεται για παράδειγμα το κτίριο των Επιστημών της Αγγλικής Σχολής, ανήκει σε μια αντίληψη που έχει να κάνει με αυτό που είπε ο Ηράκλειτος: ότι δηλαδή «Αρμονία αφανής, φανερής κρείττων». Με ενδιαφέρει η κρυφή αρμονία, η κρυφή σχέση με τα πράγματα. Βεβαίως δεν έχω ποτέ ένα πρότυπο στο συρτάρι για να το χρησιμοποιώ και γι’ αυτό νομίζω είναι και πολύ δύσκολο για κάποιον να κατατάξει την Αρχιτεκτονική μου, διότι κάθε φορά η προσπάθειά μου είναι να συναρτάται το έργο με τον τόπο και το χρήστη.

Ο τόπος για μένα είναι υψίστης σημασίας. Και όταν λέω τόπος, δεν περιορίζω την έννοια στα γεωμορφολογικά μόνο χαρακτηριστικά, ο τόπος έχει ταυτότητα πνευματική, πολιτισμική, ιδεολογική, ιστορική, χαρακτηρίζει και χαρακτηρίζεται από αντιλήψεις, από βιώματα, από προκαταλήψεις, από περηφάνια, από αισθήματα εδαφοκυριαρχίας, από ένα σωρό πράγματα δηλαδή, που βρίσκονται στα επέκεινα των φυσικών του δεδομένων.

Το δεύτερο έχει να κάνει με το χρήστη, με τον άνθρωπο δηλαδή που θα εξυπηρετηθεί από αυτό το κέλυφος ζωής για το οποίο προορίζεται η αρχιτεκτονική. Αν δεν λάβεις υπόψη τις ανάγκες, τον χαρακτήρα και την ιδιαιτερότητα του προσώπου για το οποίο αρχιτεκτονείς, είτε πρόκειται για άτομο, οικογένεια ή κοινωνική ομάδα ή σύνολο, τότε δεν έχεις δικαίωμα στην αρχιτεκτονική.

Ως αρχιτέκτονας, θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας ασυμβίβαστο ή και αντισυμβατικό;

Παρόλο που δεν μ’ αρέσει να προσδιορίζω κατ’ αυτό τον τρόπο τα πράγματα, δηλώνω ότι υπήρξα τόσο ασυμβίβαστος όσο και συμβιβαστικός. Σε πάρα πολλά πράγματα δεν έχω συμβιβαστεί, σε άλλα τόσα το έχω κάνει. Εξαρτάται από ποια γωνία βλέπεις τα πράγματα. Ό,τι σε σένα φαίνεται ως συμβιβασμός, ίσως για κάποιον άλλο να είναι το αντίθετο. Είναι αυτό που σας έλεγα πριν: το συναμφότερο. Η αλήθεια είναι μια διαλεκτική έννοια. Δεν αποδέχεται το απόλυτο και τυπικό. Είναι γι’ αυτό που δεν με συγκινεί ο Αριστοτέλης και η τυπική λογική του. Προτιμώ τους προσωκρατικούς. Τη διαλεκτική του Επίκουρου, του Δημόκριτου και του σκοτεινού Ηράκλειτου, προ πάντων αυτού. Βεβαίως οι συμβιβασμοί και το αντίθετο έχουν να κάνουν και με τις στιγμές της ζωής του καθενός, και με τις αντιλήψεις, διότι κάτι που στα νιάτα φαίνεται συμβιβασμός σχεδόν προδοτικός, σε μια άλλη ηλικία μπορεί να φαίνεται διαφορετικά, ή και το αντίθετο. Έτσι ακόμη και οι έννοιες του συμβιβασμού και του ασυμβίβαστου είναι σχετικές.

Τώρα ως προς το δεύτερο θα έλεγα ότι σε όλη τη συνειδητή ζωή μου, προσπάθησα να είμαι αντισυμβατικός. Είναι δηλ. μια συνειδητή επιλογή. Βεβαίως συνδράμει και ο χαρακτήρας, οι νευρώνες και τα βιώματα. Υπήρξα από πολύ νωρίς προβληματικός ως προς τη σύμπλευση με τα καθιερωμένα και τα καθώς πρέπει. Συχνά αναζήτησα στα αζήτητα την αλήθεια, τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στη ζωή.

Μήπως τελικά η φωτογραφία καλύπτει, αυτό που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να καλύψει η αρχιτεκτονική, διότι στην αρχιτεκτονική, η καλλιτεχνική έκφραση κάποιου περιορίζεται, ή όχι;

Όχι. Δεν κάνω φωτογραφία ή άλλες κατασκευές, όπως γλυπτική, γιατί η αρχιτεκτονική δεν μου καλύπτει τις όποιες καλλιτεχνικές μου αναζητήσεις. Η απάντηση βρίσκεται σε αυτό που είπα πριν, είμαι εκ γενετής ανήσυχος. και ας πούμε ανικανοποίητος άνθρωπος, άρα μέσα από αυτό το αίσθημα υστέρησης, αναζητώ καινούργιες ή παλιές αναφορές. Ο πειραματισμός μιας πρωτόγνωρης εμπειρίας με ελκύει από τότε που γεννήθηκα.

Η φωτογραφία με βοηθά στο να βλέπω πιο καθαρά τον κόσμο, γιατί η φωτογραφία είναι μια εικονική έκφραση του κόσμου που έχω μέσα μου, και ενώ με τη φωτογραφία απεικονίζω τα μέσα μου, με  την Αρχιτεκτονική υλοποιώ τα μέσα μου, γιατί η αρχιτεκτονική μου επιτρέπει να εκφράσω μια βιωματική εμπειρία. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι ενώ η φωτογραφία γίνεται αντιληπτή μόνο δια της αισθήσεως της οράσεως και είναι μια μη υλική, καθαρώς εικονική εικαστική πραγματικότητα, η Αρχιτεκτονική είναι βίωμα χώρου, προϋποθέτει τις αισθήσεις όλες, και ακριβώς σε τούτο διαφέρει από τις άλλες τέχνες, ότι είναι χώρος εν χώρω, δηλαδή είναι ταυτόχρονα, και τέχνη, και λειτουργία. Και πρέπει να ικανοποιεί την ίδια στιγμή σταθερές φυσικές όπως η βαρύτητα, η στατικότητα, η αντισεισμικότητα, έχει τους περιορισμούς της ύλης και των δυνατοτήτων της. Όλα αυτά δηλαδή, που οι άλλες τέχνες δεν τα έχουν. Οι περιορισμοί αυτοί δεν με αναγκάζουν να καταφύγω αλλού, διότι πιστεύω ακράδαντα ότι όλες οι τέχνες έχουν τους περιορισμούς τους, και μάλιστα οι πιο σημαντικοί, είναι εκείνοι που ο ίδιος ο δημιουργός ή ο καλλιτέχνης βάζει στον εαυτό του. Έτσι δεν νιώθω πιο πολύ ελευθερία κάνοντας φωτογραφία απ’ ό,τι Αρχιτεκτονική, αλλά είναι γιατί φωτίζω αν θέλεις, την Αρχιτεκτονική, και από μια άλλη διάσταση, μέσα από ένα άλλο παράθυρο. Βεβαίως, μερικές ενασχολήσεις μου έχουν να κάνουν και με ανάγκες παλιμπαιδισμού. Δηλαδή η σχέση μου με τις ξυλόγλυπτες κατασκευές, είναι η επιστροφή μου στην παιδική μου ηλικία. Μεγάλωσα σε εργαστήρι ξυλουργικό, ο πατέρας μου ήταν μαραγκός, έτσι ήρθα σε επαφή με τα εργαλεία και με την ύλη από πολύ μικρός. Δεν ικανοποιούμαι μόνο με το σχέδιο, με την πνευματική καθαρώς δράση, είμαι ένας χειροτέχνης στο βάθος. Και την Αρχιτεκτονική χειροτεχνικά την αντιλαμβάνομαι, συχνά δια της αφής την προσλαμβάνω, έχει υλικότητα, έχει χρώμα και μυρωδιές για μένα η αρχιτεκτονική.

Μπορείτε να δείτε δηλαδή την τελική της μορφή πάνω στο χαρτί πριν ακόμη φτάσει στην τελική της μορφή…

Ναι, εξάλλου νομίζω είναι αυτό που ακριβώς είπατε, που προσδιορίζει την έννοια «Αρχιτέκτονας». Ακριβώς αυτό. Η δυνατότητα να προσλαμβάνεις και οραματίζεσαι το χώρο πριν τον κατασκευάσεις, με έναν τρόπο, όχι μόνο εικονικό, αλλά και μέσα από την πρόβλεψη των δυνάμεων και διατομών της ύλης και της κατασκευής. Η Αρχιτεκτονική έχει να κάνει πρώτα απ’ όλα με τη βαρύτητα και με το φως. Η βαρύτητα είναι η βασική παράμετρος της Αρχιτεκτονικής. Εκεί είναι η πρόκληση, να αντιπαρατεθείς με τη βαρύτητα, όχι για να την καταργήσεις, αλλά για να τη ξεγελάσεις, να παίξεις μαζί της. Αντιλαμβάνομαι συνεπώς την αρχιτεκτονική ως ένα παιγνίδι. Ένα παιγνίδι με τη δύναμη της βαρύτητας και της ύλης κάτω από τη διαρκή δράση των φωτονίων. Κάτι δηλαδή σαν την «αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» του Κούντερα. Τη σημασία της βαρύτητας μπορείτε να την αντιληφθείτε δια του παραδείγματος. Σκεφτείτε την Αγιά Σοφιά και τον έκλαμπρο θόλο της, που ενώ είναι μια γιγαντιαία κατασκευή χιλιάδων τόνων βάρους, όμως επιπλέει αναπεπταμένη στον αέρα χάρη στο φαινόμενο της διάχυσης που οι Ανθέμιος και Ισίδωρος, οι δυο κορυφαίοι Αρχιτέκτονες του Βυζαντίου, συνέλαβαν και κατασκεύασαν. Θέλω να πω, εάν μπορείς να προβλέψεις την ακριβή ποσότητα βάρους που μπορείς να αφαιρέσεις από την ύλη  με τη χρήση του φωτός, τότε μπορείς να γίνεις Αρχιτέκτονας.

Η ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ

Θα ήθελα καταληκτικά να μου πείτε και δυο λόγια για την άλλη σας ιδιότητα, είστε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, σωστά;

Ναι, εδώ και τρία χρόνια.

Ποιά τα συναισθήματά σας από αυτό τον ξεχωριστό ρόλο που έχει ένας καθηγητής απέναντι στους φοιτητές του;

Ως μία πρωτόγνωρη εμπειρία εμπεριέχει τόσο τη γοητεία, όσο και τις αμφιβολίες του καινούργιου. Δεν θα έλεγα ότι είναι κάτι που δεν με ενδιαφέρει, βρίσκω μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί ίσως η στιγμή στην οποία κλήθηκα να διδάξω ήταν κατάλληλη, εννοώ ότι έχω σήμερα ένα μεγάλο εμπειρικό πλούτο συσσωρευμένο, που πιστεύω μπορεί να ωφελήσει τα νέα παιδιά.

Δεν θεωρώ τον εαυτό μου καθαρώς ακαδημαϊκό, με την έννοια δηλαδή του ανθρώπου της θεωρητικής έρευνας, παρόλο που θα με ενδιέφερε πολύ. Αισθάνομαι περισσότερο ως δάσκαλος-μάστρος, κατά την παλιά σημασία του ρόλου, εννοώ πως περισσότερο βλέπω τον εαυτό μου ως σκηνοθέτη που επιτρέπει στους ηθοποιούς (λέγε φοιτητές) να αυτοσχεδιάζουν μαθαίνοντας μέσα από την προσωπική τους εμπειρία, παρά ως τον από έδρας καθηγητή. 

Σ’ ένα στούντιο Αρχιτεκτονικής, το μάθημα το συνθετικό, που είναι το βασικό, πιστεύω ότι πρέπει να διδάσκεται κυρίως από αρχιτέκτονες που έχουν κτίσει έργο, γιατί δεν είναι θεωρία, δεν είναι γνώση την οποία μπορείς να μεταδώσεις, δεν υπάρχουν βιβλία στα οποία να πεις του φοιτητή, διάβασε να μάθεις να κάνεις σύνθεση, πρέπει να στηρίζονται πάνω στην παραδοσιακή παλιά μέθοδο του δασκάλου με τον μαθητευόμενο, που μέσα από μια κοινή επαφή και αλληλο-τροφοδότηση, χτίζουν ή απελευθερώνουν την όποια δημιουργική φαντασία έχει ο νέος που προσπαθεί να χτίσει μια προσωπική γραφή. Έτσι βλέπω τον εαυτό μου, σαν Αρχιτέκτονα της δράσης, είμαι χτίστης να το πω απλά, με ενδιαφέρει η κατασκευή, με ενδιαφέρει η δημιουργία, αλλά βεβαίως επειδή με ενδιαφέρει και η θεωρία και η ιστορία και η κριτική, και τα πάντα, έτσι σ’ αυτή την περίοδο της ζωής μου προσπαθώ να συνδυάσω όλα αυτά, το καινούργιο με το παλιό, το πρακτικό με το θεωρητικό, το όνειρο με το λογισμό κατά τον ποιητή.

“… Ξεκίνησα έχοντας συνείδηση ότι στους διαγωνισμούς δεν κερδίζει πάντοτε η καλύτερη λύση, γι’ αυτό άλλωστε, κέρδισα διαγωνισμούς για τους οποίους δεν ήμουνα σίγουρος, κι έχασα διαγωνισμούς, για τους οποίους ένιωθα πολύ σίγουρος.”

“… Αυτό που προσδιορίζει την έννοια Αρχιτέκτονας είναι  η δυνατότητα, να αντιλαμβάνεσαι, να προσλαμβάνεις, να οραματίζεσαι το χώρο, πριν τον κατασκευάσεις…”

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Έχετε κάτι να πείτε;