Με μία σημαντική επαγγελματική πορεία τριών και πλέον δεκαετιών, ο Κωνσταντίνος Μαραθεύτης έχει κάθε δικαίωμα να νιώθει καταξιωμένος στο χώρο της κυπριακής Αρχιτεκτονικής, και εμείς έχουμε κάθε δικαίωμα να τον θεωρούμε ως τον πλέον κατάλληλο άνθρωπο, για να μας μιλήσει για όλα εκείνα τα στάδια από τα οποία πέρασε η αρχιτεκτονική στον τόπο μας – με κομβικό σημείο το 1974 – μέχρι να πάρει τη σημερινή της μορφή…

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ

Θα ήθελα αρχικά να μάθω λίγα πράγματα για εσάς… πού γεννηθήκατε, πού μεγαλώσατε…

Γεννήθηκα στη Λευκωσία, μεγάλωσα στο Στρόβολο και ζω στην Αγλαντζιά.

Πότε πρωτομπήκε η ιδέα της αρχιτεκτονικής δημιουργίας στη ζωή σας;

Η ιδέα της Αρχιτεκτονικής μπήκε στη ζωή μου, όταν μικρός σχεδίαζα με κιμωλίες πάνω στην άσφαλτο, μπροστά από το σπίτι μου – δεν υπήρχαν αυτοκίνητα τότε – και ο πατήρ Κούκος που καθόταν απέναντι από το σπίτι μου, όταν έβλεπε αυτά που σχεδίαζα, μου έλεγε: «εσύ παιδί μου θα γίνεις αρχιτέκτονας».

Συνέχισα στην Τεχνική Σχολή στον κλάδο των δομικών έργων και μετά τη θητεία μου στην Εθνική Φρουρά το 1973-1975, πήγα στη Φλωρεντία, στην Ιταλία, για σπουδές.  Κατά τη διάρκεια της φοίτησής  μου στην Τεχνική Σχολή – όπως και όταν θήτευα στην Εθνική φρουρά – εργαζόμουν τα απογεύματα σαν σχεδιαστής σε αρχιτεκτονικό γραφείο, και με αυτό τον τρόπο απέκτησα αρκετή εμπειρία στις κατασκευές, πριν ακόμη πάω για σπουδές στην Αρχιτεκτονική.

Ποιες οι πρώτες σας εντυπώσεις όταν ήρθατε σε επαφή με το επιστημονικό περιεχόμενο της Αρχιτεκτονικής κατά τη φοιτητική περίοδο;

Όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο, τον πρώτο χρόνο το βρήκα σχετικά εύκολο, αφού είχα προηγούμενη εμπειρία στο αρχιτεκτονικό σχέδιο.  Αυτό που με εντυπωσίαζε τότε, ήταν η ελευθερία σκέψης και πράξης μέσα στο πανεπιστήμιο.   Η ελευθερία στην επιλογή των μαθημάτων, η ελευθερία στην επιλογή των θεμάτων στο κάθε μάθημα, αλλά και το «σπρώξιμο» των καθηγητών σε αυτό που έκανα, για κάτι περισσότερο, κάτι που ήταν πρόκληση για μάθηση.  Κανένας καθηγητής δεν σου έλεγε φτάνει.  Πάντα έπρεπε να παρουσιάσεις κάτι  καλύτερο, όσο χρόνο κι αν αυτό απαιτούσε. Η ανάπτυξη των νέων ιδεών καλλιεργείτο καθημερινά από το πανεπιστημιακό περιβάλλον.

Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Πώς θα χαρακτηρίζατε το ξεκίνημά σας σαν επαγγελματίας Αρχιτέκτονας στην Κύπρο; Ήταν δύσκολα τα πράγματα στην αρχή;

Αφού ολοκλήρωσα τις σπουδές μου με Διδακτορικό  στην Αρχιτεκτονική του πανεπιστημίου της Φλωρεντίας, επέστρεψα στην Κύπρο το 1981.  Στην Κύπρο τότε δεν υπήρχαν πολλές δουλειές, κι όλοι με παρότρυναν να δουλέψω στις αραβικές χώρες. Εκεί ήταν και οι περισσότεροι Κύπριοι της οικοδομικής βιομηχανίας.

Ξεκίνησα το αρχιτεκτονικό γραφείο στη Λευκωσία με στόχο να παραμείνω στην Κύπρο, έτσι η διατήρηση του γραφείου ήταν μονόδρομος. Η ιδέα της ξενιτιάς μου προκαλούσε μελαγχολία.

Τα πράγματα τότε ήταν δύσκολα.  Ήταν πέντε με έξι χρόνια μετά από τον πόλεμο, όταν ξεκινούν τα πρώτα κτίσματα, που ήταν πολύ κακής ποιότητας.  Ήταν όπως λέω  η εποχή του «σπριτς».  Όλες οι κακοτεχνίες των κατασκευών κρύβονταν κάτω από το σπριτς.  Εργολάβοι ήταν τα λεγόμενα «συνεργεία».  Ήταν ομάδες εργατών που έφτιαχναν σχεδόν τα πάντα, καλούπια, οπλισμό, μπετόν, συνήθως κακής ποιότητας, χωρίς κανένα έλεγχο, με τους μελετητές να ήταν αντιμέτωποι με την ανάγκη εφαρμογής συνοπτικών διαδικασιών για τη γρήγορη ανέγερση κτισμάτων για στέγαση των προσφύγων, που ακόμα βρίσκονταν στα αντίσκηνα.

Όλοι έλεγαν τότε, ότι δεν υπήρχαν κατάλληλα υλικά, δεν υπήρχαν χρήματα  για πολυτέλειες και διάφορα άλλα, και άφησαν τις κατασκευές εκτεθειμένες σε πάρα πολλά προβλήματα.

Αποφάσισα ότι θα πάω αντίθετα σε αυτό το ρεύμα και σχεδίασα τις πρώτες μου κατοικίες με κεραμίδια στην οροφή και με επενδύσεις στους τοίχους με λευκή πέτρα (Λυμπιών), και με τη βοήθεια των καλύτερων εργολάβων της εποχής, φάνηκε η διαφορά, η καθαρότητα στην ποιότητα της κατασκευής, και κατά συνέπεια της Αρχιτεκτονικής. Ο κόσμος ήθελε να βγει από τη μιζέρια που προκάλεσε ο πόλεμος, και η ποιότητα στις κατασκευές του έδιδε τέτοια διέξοδο.

Πόσο εύκολη ή πόσο δύσκολη ήταν η αναγέννηση της αρχιτεκτονικής άποψης που είχε η  Κύπρος μέχρι και τα τελευταία χρόνια;

Την πορεία της αρχιτεκτονικής έκφρασης στην Κύπρο μπορείτε να την ονομάσετε και «αναγέννηση» της Αρχιτεκτονικής, αλλά εγώ θα έλεγα ότι η Αρχιτεκτονική τα τελευταία χρόνια βρίσκει το δρόμο της.  Το δρόμο που χάραξαν οι αρχιτέκτονες της Κύπρου από το 1960 μέχρι το 1974 και που αυτός ο δρόμος διακόπηκε βίαια το 1974. Από το 1960 μέχρι το 1974 οι Κύπριοι αρχιτέκτονες σχεδίασαν σε όλες τις πόλεις της Κύπρου εξαιρετικά δείγματα αρχιτεκτονικής του μοντέρνου κινήματος, και αυτός ο σχεδιασμός αντικαταστάθηκε με τους προσφυγικούς συνοικισμούς και τα κυβερνητικά σχέδια αυτοστέγασης. Οι αρχιτέκτονες σήμερα προσπαθούν να συνεχίσουν εκείνη την πορεία. Δεν νιώθω ότι καλύψαμε τη διαφορά, αλλά πιστεύω ότι είμαστε στο σωστό δρόμο.

Τον τελευταίο καιρό βλέπουμε μία στροφή των Κυπρίων επιχειρηματιών έργων ανάπτυξης σε μοντέρνες φόρμες ιδιωτικών κατοικιών, μήπως τελικά η όλη εικόνα είναι κενή περιεχομένου; Δηλαδή, μήπως τελικά, τραβάνε μια ευθεία γραμμή, προσθέτουν και έναν τοίχο από μπετόν, και το πλασάρουν αυτό σαν αξιόλογο εκπρόσωπο του μοντέρνου αρχιτεκτονικού κινήματος;

Η στροφή των Κυπρίων επιχειρηματιών έργων ανάπτυξης προς τις μοντέρνες φόρμες της αρχιτεκτονικής είναι σίγουρα ορθή.  Είναι μια στροφή από την μη Αρχιτεκτονική, από τα ουδέτερα κτίσματα, από τα κτίσματα που όλοι απαξιούν να συζητήσουν, προς τη σύγχρονη Αρχιτεκτονική. Η σύγχρονη Αρχιτεκτονική είναι αυτή που σήμερα ονομάζουμε μοντέρνα.  Είναι όμως γεγονός ότι αρκετοί αρχιτέκτονες απλά τραβάνε ευθείες γραμμές, όπως τις ονομάσατε, προσθέτουν ένα τοίχο από μπετόν και θεωρούν ότι εκφράζουν την επιθυμία των χρηστών και γενικά της κοινωνίας. Η Αρχιτεκτονική δεν είναι ούτε ζωγραφική ούτε αφηρημένη τέχνη.  Είναι η επιστήμη των κατασκευών, όπου οι χρήστες, οι πελάτες, και γενικά η κοινωνία, θέλουν να έχει φαντασία και ποιότητα. Αυτά εκφράζονται με τη λειτουργία, με την αισθητική και με την αντοχή της κατασκευής στο χρόνο (διαχρονικότητα). Αυτή επιτυγχάνεται με την επιλογή του εξωτερικού περιβλήματος της κατασκευής, από τη   βιοκλιματική αντιμετώπιση και από την ποιότητα των εγκαταστάσεων.

Έχω τη γνώμη ότι οι Κύπριοι επιχειρηματίες έργων ανάπτυξης πρέπει να προχωρήσουν περισσότερο, πέραν της χαρακτικής στις όψεις, να αναγνωρίσουν και να εφαρμόσουν την καλή Αρχιτεκτονική.  Ευτυχώς η καλή Αρχιτεκτονική δεν έχει μεγαλύτερο κατασκευαστικό κόστος, κάτι που ο κάθε επιχειρηματίας λαμβάνει σοβαρά υπόψη.  Αντίθετα πιστεύω ότι η καλή Αρχιτεκτονική προκύπτει από καλύτερη μελέτη, και καλύτερη μελέτη σημαίνει οικονομία στην κατασκευή.

Πόσο κατά την άποψή σας οι Πολεοδομικοί Κανονισμοί που ισχύουν στη χώρα μας, επηρεάζουν την αρχιτεκτονική έκφραση;

Οι πολεοδομικοί κανονισμοί επηρεάζουν σοβαρά και συνήθως παρεμποδίζουν ουσιαστικά τη δημιουργία όγκων που δεν μοιάζουν με τον κύβο.  Δηλαδή με τον ασφυκτικό περιορισμό στους κανονισμούς του ύψους των οικοδομών, παρουσιάζεται το φαινόμενο της σύνθλιψης της οικοδομής από πάνω προς τα κάτω, με αποτέλεσμα η οικοδομή να τείνει να εξαντλήσει όλη την επιφάνεια του οικοπέδου.

Ο καθορισμός δηλαδή του ανώτατου ύψους των οικοδομών και του αριθμού των ορόφων, απαγορεύει τη δημιουργία νέων φορμών της Αρχιτεκτονικής, εκτός από τη φόρμα που μοιάζει με τον κύβο.

Πιστεύω ότι ο κανονισμός θα έπρεπε να σε οδηγεί ακριβώς αντίθετα, δηλαδή να παροτρύνονται οι αρχιτέκτονες για νέες φόρμες που θα έδιδαν αξία στην ποιότητα ζωής των πολιτών.  Οι κανονισμοί θα έπρεπε να ικανοποιούν την επιθυμία του συντάκτη ως χρήστη, και όχι ως κάποιου που κάνει κανονισμούς για άλλους.

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΠΟΨΗ

Τι είναι εκείνο που θέτετε ως προτεραιότητά σας, κάθε φορά που ξεκινάτε ένα νέο έργο;

Κάθε φορά που μου αναθέτουν ένα έργο, στο μυαλό μου κυριαρχεί η σκέψη πως το έργο αυτό πρέπει να είναι καλύτερο από το προηγούμενο.  Καλύτερο στη λειτουργία, καλύτερο στην οικονομία της κατασκευής, καλύτερο στη βιοκλιματική αντιμετώπιση, καλύτερο στην αισθητική εικόνα.

Πιστεύετε ότι η Αρχιτεκτονική είναι τελικά ένας τρόπος έκφρασης του δημιουργού της (αρχιτέκτονα), ή απλά είναι η αποτύπωση των αναγκών εκείνου στον οποίο απευθύνεται κάθε φορά (πελάτη);

Σίγουρα η Αρχιτεκτονική είναι πλατφόρμα έκφρασης για το δημιουργό της, αλλά αν η Αρχιτεκτονική δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες του χρήστη, του πελάτη, αλλά και της κοινωνίας που θα φιλοξενήσει το κτίσμα, τότε το κτίσμα θα είναι δείγμα που δεν θα επαναληφθεί. Ο αρχιτέκτονας πρέπει να έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται το σκοπό για τον οποίο του ανατέθηκε μία εργασία. Η πρότασή του θα πρέπει να ικανοποιεί το σκοπό της ανάθεσης, και ο σκοπός αυτός δεν πρέπει να περιλαμβάνει μόνο τη δική του ικανοποίηση.  

Ποια η άποψή σας για την παγκόσμια αρχιτεκτονική τάση του σήμερα;

Πιστεύω ότι η σημερινή παγκόσμια τάση στην Αρχιτεκτονική είναι ίσως η πιο πολυδιάστατη που υπήρξε ποτέ. Η σημερινή κοινωνία είναι έτοιμη να δεχτεί κάθε πρόταση που έχει ποιότητα στην Αρχιτεκτονική, ανεξαρτήτως της ονομασίας της τάσης της Αρχιτεκτονικής που εκφράζει το κάθε κτίσμα.

Θα έλεγα ότι η σημερινή τάση στην Αρχιτεκτονική είναι η αποδοχή της διαφορετικότητας, γι’ αυτό και οι νέοι αρχιτέκτονες βρήκαν από τη σημερινή κοινωνία, πόρτες ανοικτές για νέες εκφράσεις.

Μπορεί αυτές οι πόρτες να μην τους οδήγησαν στην επαγγελματική καταξίωση, αλλά σίγουρα τους έδωσαν την ευκαιρία μέσα και από τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, να εκφράσουν την άποψή τους. Βλέπω το μέλλον με αισιοδοξία.  Ένα μέλλον όπου οι αρχιτέκτονες θα έχουν αναγνώριση και μεγαλύτερο ρόλο στην κοινωνία, παρά τα σημερινά προβλήματα της οικονομικής κρίσης.

Κορυφαίος κατά τη γνώμη σας αρχιτέκτονας παγκοσμίως;

Κορυφαίοι κατά τη γνώμη μου αρχιτέκτονες παγκοσμίως είναι οι Frank LIoyd Wright και Mies van der Rohe.      Ο πρώτος κατά κύριο λόγο ανέδειξε την μονοκατοικία ως χώρο αναψυχής και όχι μόνο ως χώρο στέγασης, και ο δεύτερος ανέδειξε την μοντέρνα Αρχιτεκτονική κατά κύριο λόγο στα μεταλλικά κτίρια.

“Κάθε φορά που μου αναθέτουν ένα έργο, στο μυαλό μου κυριαρχεί η σκέψη, πως το έργο αυτό πρέπει να είναι καλύτερο από το προηγούμενο. Καλύτερο στη λειτουργία, καλύτερο στην οικονομία της κατασκευής, καλύτερο στη βιοκλιματική αντιμετώπιση, καλύτερο στην αισθητική εικόνα.” 

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Έχετε κάτι να πείτε;